Μεταφόρτωση της Καταχώρησής Σας
Site Administrator
0 Comments

Κύθηρα, η εκ δυσμών πύλη του Αιγαίου στους αναγεννησιακούς χάρτες

Ε. Λιβιεράτος, Χρ. Μπούτουρα, Α΄Διεθνές Συνέδριο Κυθηραϊκών Μελετών, Κύθηρα, 20-24 Σεπτεμβρίου 2000.



Περίληψη

Η περίοδος της Αναγέννησης είναι πολύ σημαντική στην όλη εξέλιξη της Χαρτογραφίας. Ιδιαίτερη θέση κατέχουν, στην Ιστορία της, οι ναυτικοί χάρτες, οι Άτλαντες τα νησολόγια (ιζολάρια) και οι πορτολάνοι, που σχεδόν πάντα αναδεικνύουν τη μοναδικότητα του Αιγαίου ως σημαντικής ενότητας στην παγκόσμια γεωγραφία της εποχής.

Στην εργασία εξετάζεται η χαρτογραφική σπουδαιότητα των Κυθήρων στους ναυτικούς χάρτες και στο συναφές υλικό της ευρύτερης αναγεννησιακής περιόδου, μέσα από αντιπροσωπευτικούς χάρτες διαφόρων επιμέρους περιόδων και χαρτογραφικών σχολών. Η χαρτογραφική σημασία των Κυθήρων ανάγεται στην ναυτική ανάλογή της, εφόσον ήλεγχε πάντα ένα κύριο πέρασμα ναυσιπλοΐας, εκείνο μεταξύ των νότιων ακτών της Πελοποννήσου και των βορειοδυτικών της Κρήτης, που οδηγούσε, από τη δυτική και κεντρική Μεσόγειο και την Αδριατική, στο Αιγαίο και τη Μαύρη Θάλασσα.

Αφού γίνει μια εποπτική περιήγηση στη συνολική χαρτογραφική πραγματικότητα της εποχής και στη σπουδαιότητας του Αιγαίου σ' αυτήν, με έμφαση στα Κύθηρα, επιχειρούνται διάφορες συγκριτικές αναλύσεις των απεικονίσεων της νήσου σε συγκεκριμένους χάρτες και νησολόγια, επώνυμων χαρτογράφων, όπως π.χ. των Agnese, Bordone, Dulcert, Gramolin, Janz, de Maggiolo, Oliva, Ollive, Soleri, Vesconte, de Viladestes, των Ελλήνων Γεωργίου Σιδέρη, Αντωνίου από τη Μήλο και Νικολάου Βουρδoπούλου αλλά και μερικών ανώνυμων.

Οι αναλύσεις επεκτείνονται και υποστηρίζονται, κυρίως, από τη χρήση νέων ψηφιακών τεχνικών και των σχετικών υπολογιστικών μετασχηματισμών, που χρησιμοποιούνται στη σύγχρονη Χαρτογραφία και ιδιαίτερα στις εφαρμογές της στο πεδίο της γεωμετρικής ανάλυσης του γεωγραφικού υποβάθρου των ιστορικών χαρτών.
Αποδεικνύεται το εξαιρετικό ενδιαφέρον των Κυθήρων στους ναυτικούς αναγεννησιακούς χάρτες και οι ιδιαιτερότητες της αναπαράστασής τους και αναδεικνύονται ορισμένα χαρτογραφικά γεωμετρικά και θεματικά χαρακτηριστικά της νήσου και του περιβάλλοντος γεωγραφικού της χώρου, που δεν είναι ορατά από την πρώτη εποπτεία.



Εισαγωγή

Η σπουδαιότητα της παρουσίας των Κυθήρων στους αναγεννησιακούς ναυτικούς χάρτες, που αποτελούν ιδιαίτερης σημασίας σταθμό στην Ιστορία της Χαρτογραφίας, είναι άξια υπογράμμισης και μελέτης, όπως άλλωστε και αρκετών άλλων νησιών του Αιγαίου. Τα Κύθηρα όμως, αποτελούν μια ξεχωριστή περίπτωση λόγω της γεωγραφικής τους θέσης που κυριαρχεί στην είσοδο του Αιγαίου, από τη δυτική και κεντρική Μεσόγειο. Εκτός όμως από τη δεσπόζουσα θέση του, σχετικά με τις οδούς της ναυσιπλοίας προς και από το Αιγαίο προς τη Δύση, τα Κύθηρα αποτελούσαν ένα σημαντικό προπύργιο της Βενετικής κυριαρχίας και γενικότερων ενδιαφερόντων της, στο Αρχιπέλαγος και στην ανατολική Μεσόγειο. Έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς πως, ενώ το γενικό σχήμα του νησιού εμφανίζεται να απέχει πολύ από την πραγματικότητα, η ακτογραμμή του εστιάζει με έμφαση (μέχρι υπερβολής) τις κολπώσεις και τους όρμους, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν καταφύγιο των καραβιών στις πλεύσεις τους προς και από το Αιγαίο, …ha molti porti, ma per la loro strettezza, molto dubbiosi…, κατά τον Bordone στο περίφημο νησολόγιό του, που δίνει και ένα αξιοθαύμαστης προσέγγισης μήκος ακτογραμμής 60 μιλίων -περίπου 110 χιλιόμετρα έναντι των, περίπου, 90 σημερινών-. Σε σχέση με τα νησιά των Κυκλάδων, που αποτελούν και αυτά προνομιούχο αντικείμενο απεικόνισης στους αναγεννησιακούς ναυτικούς χάρτες, τα Κύθηρα παρουσιάζουν μετεωρολογικές ιδιαιτερότητες, ως προς εκείνα, εφόσον, π.χ., οι κυριαρχούσες διευθύνσεις των ισχυρών ανέμων είναι διαφορετικές όπως και η βροχόπτωση που είναι υψηλότερη στα Κύθηρα. Οι μετεωρολογικές αυτές ιδιαιτερότητες παίζουν το ρόλο τους στη ναυσιπλοΐα και καθιστούν την περιοχή των Κυθήρων ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα για το πέρασμα σε μια θάλασσα με άλλες συνθήκες, όπως είναι το Αρχιπέλαγος. Επιπλέον, δεν είναι τυχαίο ότι, τα Κύθηρα απεικονίζονται σε ιδιαίτερες και με σημασία διακοσμητικές ή εμφατικές απεικονίσεις, σε σπουδαίους αναγεννησιακούς χάρτες μαζί με άλλα πολύ μεγαλύτερα νησιά του Αιγαίου.

Στην εργασία, αφού γίνει μια γενική επισκόπηση της αναγεννησιακής χαρτογραφίας με έμφαση στη ναυτική συνιστώσα της, εξηγείται η σημασία και ο ιδιαίτερος χειρισμός του Αιγαίου σ' αυτήν και παρουσιάζονται οι απεικονίσεις των Κυθήρων σε μια ενδεικτική ποικιλία χαρτών και νησολογίων από τις αρχές του 14ου μέχρι τις αρχές του 17ου αιώνα. Τέλος παρουσιάζονται μερικές χαρτογραφικές αναλύσεις με τη χρήση νέων τεχνολογιών για την διερεύνηση χαρακτηριστικών του γεωμετρικού (προβολικού) χαρτογραφικού υποβάθρου των χαρτών με ιδιαίτερη εστίαση στα Κύθηρα και αναλύεται, ειδικά, ένας χάρτης του κάστρου της Χώρας των Κυθήρων των αρχών του 18ου αιώνα.


Η Xαρτογραφία της Αναγέννησης

Η ανατροπή της, θρησκευτικής έμπνευσης και επιρροής, μεσαιωνικής Χαρτογραφίας και η απαρχή της χαρτογραφικής αναγέννησης του 15ου και κυρίως του 16ου αιώνα, οφείλεται σε δύο σημαντικά γεγονότα, φαινομενικά ανεξάρτητα μεταξύ τους:

• στην ανάπτυξη της "ναυτικής χαρτογραφίας" από τις ιταλικές ναυτικές πόλεις, πρώτα δείγματα της οποίας έχουμε από τον 14ο αιώνα, με την γενουατικής προέλευσης Carta Pisana.
• στη μεταφορά από την Κωνσταντινούπολη στην Ιταλία της Πτολεμαϊκής Γεωγραφίας στις αρχές του 15ου αιώνα -είχε ήδη "ανακαλυφθεί" στην πρώτη, τα τέλη του 13ου αιώνα, από τον Μάξιμο Πλανούδη- και στη ραγδαία διάδοσή της στη Δύση, κατά το 15ο και 16ο αιώνα.

Η πρώιμη ναυτική χαρτογραφία χαρακτηρίζεται από έναν ιδιότυπο "εμπειρισμό" που οδηγεί σε "χρηστικούς" χάρτες πλοήγησης στη θάλασσα, στενά συνδεδεμένους με την δυτική (κυρίως ιταλική) ναυτική κυριαρχία στη Μεσόγειο, ενώ η γνωριμία, διάδοση και εμπέδωση της πτολεμαϊκής Γεωγραφίας σχετίζεται περισσότερο με την ανάπτυξη της λεγόμενης "λόγιας" αναγεννησιακής χαρτογραφίας άμεσα συνδεδεμένης με την επιστημονική πτολεμαϊκή χαρτογραφική θεμελίωση, που επηρέασε αργότερα και τη ναυτική χαρτογραφία. Η πρώτη στηρίζεται στην λεγόμενη "πολική" αρχή των προσανατολισμένων διευθύνσεων (ρόδα ανέμων) και των αποστάσεων από κάποιο σημείο (πόλο), ενώ η δεύτερη στην αρχή του "στίγματος", δηλαδή των θέσεων σημείων που προσδιορίζονται από τις γεωγραφικές τους συντεταγμένες (γεωγραφικό πλάτος και γεωγραφικό μήκος).

H σχέση μεταξύ του ναυτικού χαρτογραφικού "εμπειρισμού" και της πτολεμαϊκής χαρτογραφικής αναφοράς, κατά την πρώιμη και μέση φάση της αναγεννησιακής ναυτικής χαρτογραφίας, είναι δύσκολο να θεμελιωθεί με βεβαιότητα αν και κάποιες περιορισμένες σχετικές νύξεις μπορούν να συναντηθούν στη βιβλιογραφία. Εκείνο όμως που φαίνεται ότι ίσως εύλογα θα μπορούσε να υποστηριχθεί με βάση την αποδοχή της λογικής μιας διαχρονικά συνεχούς, ανελλιπούς και συσσωρευτικής γνωστικής διαδικασίας στη θαλάσσια πλοήγηση είναι ότι, η γραπτή ή μνημονική τεκμηρίωσή της, κυρίως από τους ελληνιστικούς και αμέσως ύστερους χρόνους (εκεί ίσως και η κάποια συνάντηση με την πτολεμαϊκή γεωγραφική ταξιθεσία που μορφοποιεί τις ακτογραμμές και την τοπολογία των νήσων), μεταφέρθηκε σε γραφικές αναπαραστάσεις, συγκεκριμένων, στην αρχή περιοχών, οι οποίες τελικά θα συντέθηκαν σε ολοκληρωμένους ναυτικούς χάρτες ευρύτερων θαλάσσιων περιοχών, διαχρονικά ενημερούμενους και τελειοποιούμενους. Η διαδικασία αυτή θα πρέπει να ήταν ένα "κλειστό" αντικείμενο και μια ενδογενής "επαγγελματική" δεξιότητα των ναυτικών, ακόμα και κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα όταν η κυρίαρχη Χαρτογραφία ήταν η μοναστική, συμβολική και θεολογική, μακριά και πέρα από τις συγκεκριμένες χαρτογραφικές ανάγκες των ναυτικών.

Eίναι γνωστό ότι ο πρώτος γραφικά τεκμηριωμένος θαλάσσιος χώρος της Γης ήταν η Μεσόγειος, η "Έσω Θάλασσα", μαζί με τον Εύξεινο Πόντο (Μαύρη Θάλασσα) αν και η ύπαρξη άλλων θαλασσών εκτός αυτών, με τον γενικό όρο "Ωκεανός" ή "Έξω Θάλασσα" ήταν εξ' ίσου γνωστή και σχηματικά αναπαραστάσιμη από τους Ίωνες. Δεν είναι λοιπόν παράδοξο ότι στην αναγεννησιακή χαρτογραφία, η Μεσόγειος κυρίως, αλλά και η Μαύρη Θάλασσα, είναι οι συχνότερα και καλύτερα απεικονιζόμενες θάλασσες και ως προς την ακτογραμμή τους και ως προς την νησιωτική ταξιθεσία. Και αυτό, παρά την μορφική ανατροπή που επέφερε η κρατούσα μεσαιωνική χαρτογραφία στην απεικόνισή της, για πολλούς αιώνες. Το γεγονός ότι η Μεσόγειος αναπαρίσταται με εντυπωσιακή για την εποχή ακρίβεια, στους αμέσως πρώτους ναυτικούς χάρτες του ύστερου Μεσαίωνα, παρά την, για περίπου 8 αιώνες, πλήρη παραμόρφωσή της στους κυρίαρχους δυτικούς θρησκευτικούς χάρτες της εποχής, ενισχύει την υπόθεση που διατυπώθηκε παραπάνω, σχετικά με την κάποια "εσωτερική" διάδοση της ελληνιστικής χαρτογραφικής γνώσης, από τους ναυτικούς, όπως την εννοούμε με βάση την πτολεμαϊκή της θεμελίωση ή έστω του "απόηχού" της.
Dulcert 1339, de Viladestes 1413, de Maggiolo 1563, Sideri 1565, Vourdopoulos 1600-1610, Oliva 1603, Jansz 1610, Ollive 1662.

Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελούν τα νησολόγια (ιζολάρια), σπουδαία αναγεννησιακά γεωγραφικά κείμενα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το Αιγαίο. Άλλοτε προϊόντα περιηγήσεων του ίδιου του συγγραφέα τους (Buondelmonti, 1420) άλλοτε "παράγωγες" αφηγήσεις (Bordone, 1525), περιέχουν γενικές "εγκυκλοπαιδικές" πληροφορίες για τα νησιά, κλασσικά δείγματα αυτού που σήμερα θα λέγαμε "φυσικού γεωγραφικού" ή/και "ανθρωπογεωγραφικού" χαρακτήρα. Τα νησολόγια είναι δημοφιλή "αναγνώσματα" που δεν περιέχουν εξειδικευμένες υδρογραφικές και ωκεανογραφικές πληροφορίες και έτσι δεν πρέπει να συγχέονται με τους πορτολάνους των ναυτικών (βιβλία ή χάρτες). Ενδεχομένως να πήραν απ' αυτούς χαρτογραφικές πληροφορίες σχετικά με τη μορφή και το μέγεθος των νησιών και την τοπολογία τους σε σχέση με τα γειτονικά νησιά ή τις ακτές του Αιγαίου. Το κοινό των νησολογίων όμως είναι ευρύτερο, που ενδιαφέρεται για τη γενική γνωριμία με περιοχές, όπως το Αιγαίο, που αποκτούσε όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον όσο αύξανε εκεί η επιρροή και η ενεργός παρουσία των δυτικών (κυρίως ιταλικών) ναυτικών δυνάμεων αλλά και η αντιπαράθεση με την οθωμανική κυριαρχία στην περιοχή. Τα νησολόγια αποτελούν τα πρώτα δυτικά "περιηγητικά" και γεωγραφικά κείμενα με τα οποία η Δύση "ανακαλύπτει" θετικά τον γενικότερο ελληνικό χώρο, ανατρέποντας την για αιώνες αρνητική εικόνα που είχε γι' αυτόν, κυρίως από τα τέλη του 12ου μέχρι τις αρχές του 15ου αιώνα. Ιδιαίτερα το νησολόγιο του Βuondelmonti είναι η πρώτη θεματική χαρτογράφηση του ελληνικού χώρου, με ιστορικό και αρχαιολογικό περιεχόμενο που λόγω της εξαιρετικής του διάδοσης, θεωρείται ότι ήταν και από τα πρώτα κείμενα που συνέβαλαν στη διαμόρφωση της κουλτούρας και του μετέπειτα κινήματος του φιλελληνισμού, που κορυφώθηκε τον 18ο αιώνα. To 1897 o Legrand εκδίδει το χειρόγραφο του Buondelmonti μεταφρασμένο στα ελληνικά από ανώνυμο. Στην έκδοση τυπώνονται 16 χάρτες του χειρόγραφου πρωτοτύπου, ενώ περιλαμβάνονται και 36 τσιγκογραφημένοι χάρτες από έντυπα πρωτότυπα του άτλαντα του Schefer, στον οποίο περιλαμβάνονται οι χάρτες του Thevet (1584).

Από χαρτογραφική άποψη, τα νησολόγια παρουσιάζουν ιδιομορφίες, όπως για παράδειγμα η μη τήρηση ενιαίας κλίμακας στην απεικόνιση των νησιών ή η μη τήρηση ενιαίου τρόπου προσανατολισμού τους. Έχει όμως μεγάλο γεωγραφικό ενδιαφέρον να μελετήσει κανείς τις θεματικές πληροφορίες που απεικονίζονται και τα τοπωνύμια, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι η αξιοπιστία τους είναι πάντα δεδομένη.


Τα Κύθηρα στους χάρτες

Τα Κύθηρα, όπως και πολλοί άλλοι τόποι του ελλαδικού χώρου, καταγράφονται για πρώτη φορά με τις γεωγραφικές τους συντεταγμένες στο τοπωνυμιακό αναλυτικό αρχείο της Γεωγραφίας του Πτολεμαίου, με πλάτος 36,7 μοίρες, από τον Ισημερινό και μήκος 51,2 μοίρες από τον μεσημβρινό των Μακάρων νήσων (Κανάριοι). Οι σημερινές τιμές είναι 36,2 μοίρες από τον Ισημερινό και 23 μοίρες από τον μεσημβρινό του Γκρίνουιτς. Από τις τιμές αυτές φαίνεται ότι στο Πτολεμαϊκό αρχείο, τα Κύθηρα εμφανίζονται νοτιότερα από τη σημερινή τους θέση κατά 1,5 μοίρες, λίγο νοτιότερα από το μέσο όρο της ευρύτερης περιοχής (Πελοπόννησος, Κυκλάδες) που είναι 0,7 μοίρες νοτιότερα, με ανοχή -συν, πλην- της τάξης της μισής μοίρας. Κατά το γεωγραφικό μήκος η νήσος τοποθετείται περίπου 13 μοίρες ανατολικότερα της σημερινής θέσης, με ανοχή -συν, πλην- της τάξης της μιας μοίρας, αν θεωρηθεί η διαφορά των περίπου 15 μοιρών των Καναρίων νήσων από το Γκρίνουιτς. Η διαφορά αυτή, κατά το γεωγραφικό μήκος, είναι βέβαια σχετική εξαρτώμενη από την επιλογή του μεσημβρινού αναφοράς.

Με δεδομένη τη σπουδαιότητα του Αιγαίου στους αναγεννησιακούς ναυτικούς χάρτες, μερικά νησιά και θαλάσσιες περιοχές, γενικότερα, παρουσιάζουν ξεχωριστό χαρτογραφικό ενδιαφέρον. Αυτό φαίνεται και από ορισμένα εξωτερικά χαρακτηριστικά των νησιών (π.χ. ιδιαίτεροι χρωματισμοί, μέγεθος δυσανάλογο συγκριτικά με άλλα νησιά, μεγενθυντική έμφαση στις κολπώσεις) αλλά και από άλλα μη ορατά από την άμεση εποπτεία -τα εσωτερικά χαρακτηριστικά- όπως π.χ. προκύπτουν από τις σύγχρονες αναλυτικές χαρτογραφικές επεξεργασίες που εφαρμόζονται στους ιστορικούς χάρτες.

Τα Κύθηρα είναι ένα από τα νησιά αυτά με κυρίαρχη, θα μπορούσε να πει κανείς, παρουσία στους ναυτικούς χάρτες. Είναι η σχηματική ιδιαιτερότητα του Αιγαίου, στη νότια πλευρά του, με τις δύο διόδους του προς τη Μεσόγειο (δυτική και ανατολική), αλλά και η μετεωρολογική διαφοροποίηση από το Αρχιπέλαγος, που κάνει τα Κύθηρα τη φυσική "εκ δυσμών" πύλη του, όπως την Κάρπαθο την "εξ ανατολών". Αυτά τα δύο νησιά χρωματίζονται χρυσά στον χάρτη του Αιγαίου που περιέχεται στον Άτλαντα του Agnese που αναφέρθηκε παραπάνω.
Vesconte 1313 [2], Soleri 1385, Anon 1500 [2], Agnese, Homen 1560, Millo 1570, Reis 1590, Oliva 1615, Gramolin 1624, de Witt 1702, Dapper 1703

Υπάρχει όμως και ένα άλλο γεωγραφικό-χαρτογραφικό στοιχείο που αναδεικνύει τα Κύθηρα και συνδέεται με τη ναυσιπλοΐα της Μεσογείου, με αρχαιοελληνική μάλιστα προέλευση. Είναι το γνωστό, ήδη από την εποχή του Δικαίαρχου, Διάφραγμα που αποτελούσε τον βασικό παράλληλο αναφοράς στις 36 μοίρες: Τα Κύθηρα βρίσκονται στον παράλληλο αυτόν, που συνδέει τη Ρόδο με τις Ηράκλειες Στήλες, το σημερινό Γιβραλτάρ. Είναι ο παράλληλος, που σχεδόν χωρίζει τη Μεσόγειο στη μέση και αποτελούσε μια βασική "πλεύση αναφοράς" στη ναυσιπλοϊκή πρακτική της Μεσογείου, εφόσον ο αστρονομικός προσδιορισμός του παραλλήλου στη θάλασσα, ήταν μια πολύ εύκολη διαδικασία για τους ναυτικούς, τουλάχιστον από τον 7ο αιώνα π.Χ.

Κορυφαία απόδειξη της χαρτογραφικής σπουδαιότητας των Κυθήρων στους αναγεννησιακούς χάρτες, αποτελεί η επιλεκτική παρουσία τους, μαζί με άλλα εννέα νησιά (Μυτιλήνη, Κάρπαθο, Νάξο, Σαντορίνη, Μήλο, Λήμνο, Εύβοια, Ρόδο και Χίο) που πλαισιώνουν χάρτη της Κρήτης του Ortelius του τέλους του 16ου αιώνα και η ακόμα πιο επιλεκτική παρουσία τους σε χάρτη της Κύπρου του Mercator των αρχών του 17ου αιώνα, μαζί με μόνο άλλα πέντε νησιά του Αιγαίου και πολύ μεγαλύτερα των Κυθήρων (Λήμνο, Χίο, Μυτιλήνη, Εύβοια και Ρόδο). Επίσης σημειώνονται και οι γεωγραφικές διακοσμήσεις που συναντώνται για τις σπουδαίες τοποθεσίες, όπως π.χ., η προς νότο προοπτική άποψη από το κάστρο των Κυθήρων, του Boschini των μέσων του 17ου αιώνα.

Στα ιζολάρια, τα Κύθηρα παρουσιάζονται με ποικιλία απεικονίσεων και οι θεματικές πληροφορίες που περιέχονται στο κείμενο ενίοτε απεικονίζονται κι' αυτές με αντίστοιχα σύμβολα. Τα τοπωνύμια είναι εδώ πολύ περισσότερα απ' ότι στους χάρτες των αντίστοιχων περιόδων.
Bordone 1525 [κείμενο], Porcacchi/Porro 1572, Millo 1580-1590, Buondelmonti/Thevet 1584


Χαρτογραφική ανάλυση

Χαρτογραφικές αναλύσεις του γεωμετρικού ή προβολικού περιεχομένου των ιστορικών χαρτών έχουν κατά καιρούς επιχειρηθεί, εφαρμόζοντας είτε εμπειρικές μεθόδους είτε αυστηρότερες μαθηματικές. Ιδιαίτερη έμφαση συναντάμε στην πειραματική προσπάθεια ανάλυσης των αναγεννησιακών ναυτικών χαρτών με βάση διάφορες υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί για τον προβολικό χαρακτήρα του χαρτογραφικού υποβάθρου. Δύσκολα όμως μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι, με βάση τις προσπάθειες αυτές, έχει διαμορφωθεί μια επικρατούσα θεωρία σχετικά με τα προβολικά υπόβαθρα των ναυτικών χαρτών.

Το κύριο πρόβλημα εδώ, είναι τα διαθέσιμα εργαλεία, που είναι απαραίτητα για την "αριθμητική" (ψηφιακή) διακριτοποίηση, με υψηλή "πυκνότητα", του χαρτογραφικού περιεχομένου, προκειμένου να οδηγηθεί κανείς στην εφαρμογή δοκιμασμένων αναλυτικών μεθόδων που θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν ή να διαψεύσουν τις θεωρητικές υποθέσεις, "εμπνεύσεις" ή "διαισθήσεις" των διάφορων μελετητών. Με άλλα λόγια, υπήρχε δυσκολία στη μεταφορά του "γραφικού" χάρτη σε αριθμητική μορφή, με την κατάλληλη πυκνότητα, ώστε να μπορούν να εφαρμοστούν οι κατάλληλοι αναλυτικοί μετασχηματισμοί για τη μελέτη των προβολικών ιδιοτήτων και των παραμορφώσεων των ιστορικών χαρτών. Το γεγονός ότι οι αναλύσεις αυτές γίνονται, αναγκαστικά, σε αντίγραφα ή εικόνες των χαρτών, δεν παίζει καθοριστικό ρόλο στην εξαγωγή συμπερασμάτων, δεδομένου ότι οι αναλυτικές λύσεις (τα "σήματα") που αναμένονται είναι σημαντικότερα από τον "θόρυβο" που προκαλεί η χρήση αντιγράφων ή εικόνων των χαρτών έτσι ώστε να μπορούν να διατυπωθούν (τελικά) κάποια χρήσιμα συμπεράσματα.

Η πρόσφατη ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών, σε συνδυασμό με την ενσωμάτωση των αναλυτικών μεθόδων μετασχηματισμού στο ενιαίο αλγοριθμικό ψηφιακό περιβάλλον της εικοψηφιδωτής ανάλυσης, έδωσε τη δυνατότητα μεταφοράς των γραφικών χαρτογραφικών αρχείων σε ψηφιακή μορφή, με υψηλή πυκνότητα, έτσι ώστε να μπορούν να εφαρμοστούν με μεγαλύτερη άνεση και ασφάλεια, απ' ότι στο παρελθόν, οι αναλύσεις των χαρτογραφικών υποβάθρων των ιστορικών χαρτών. Η δυνατότητα αυτή ωθεί την Ιστορική Χαρτογραφία αλλά και τη Χαρτογραφία γενικότερα, σε νέους δρόμους εξαιρετικού ενδιαφέροντος και σημασίας, για τη βαθύτερη κατανόηση των αναγεννησιακών χαρτών, των τεχνικών κατασκευής τους και των δεδομένων που χρησιμοποιούνταν στην όλη διαδικασία. Επιλέον, μπορεί να οδηγήσει σε ενδείξεις σχετικά με τη σχέση τους ή όχι, με χάρτες της ίδιας ή προγενέστερων περιόδων και στην επιβεβαίωση ή όχι, διάφορων θεωριών που έχουν αναπτυχθεί μέχρι σήμερα.
Εδώ, παρουσιάζονται μερικές εφαρμογές των νέων αυτών επεξεργασιών που σχετίζονται με την παρουσία των Κυθήρων σε ένα δείγμα ναυτικών αναγεννησιακών χαρτών και νησολογίων.

• H εικόνα του Διαφράγματος στους χάρτες της Μεσογείου και μια προσαρμογή χαρτογραφικής προβολής σε αναγεννησιακό χάρτη της Μεσογείου.
• H προσαρμογές του χάρτη του Αιγαίου, από τον Άτλαντα που αποδίδεται στον Αντώνιο από τη Μήλο (δεύτερο μισό του 16ου αιώνα), στο σημερινό πλέγμα των μεσημβρινών και παραλλήλων, εστιασμένες στην περιοχή των Κυθήρων.
• Η χρήση σύγχρονων τοπογραφικών διαγραμμάτων και αεροφωτογραφιών για την αναγνώριση και ανάγνωση του ανηγμένου περιεχομένου των "εντός των τειχών" χαρτών , του Κάστρου της Χώρας Κυθήρων του τέλους του 17ου (Coronelli) και των αρχών του 18ου αιώνα (de Witt). Η ψηφιακή επεξεργασία και η βέλτιστη προσαρμογή οδηγεί σε συγκρίσιμα αποτελέσματα, στην αναγνώριση γεωμετρικών προτύπων και στη δυνατότητα γεωμετρικά τεκμηριωμένης θεματικής χρήσης των ιστορικών χαρτών του Κάστρου.


Συμπερασματικές παρατηρήσεις

Τα Κύθηρα παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο ευρύτερο περιβάλλον της αναγεννησιακής χαρτογραφίας της Μεσογείου αλλά και στο στενότερο, της αναπαράστασής τους σε μεμονωμένους και εξειδικευμένους χάρτες και σε αναπαραστάσεις που περιέχονται σε γεωγραφικά κείμενα της εποχής. Το ενδιαφέρον αυτό δεν οφείλεται μόνο στην προφανώς σπουδαία γεωγραφική της θέση, όπως εύκολα αναγνωρίζει κανείς, ακόμα και από μια πρώτη απλή ματιά, χωρίς να χρειάζεται να είναι χαρτογράφος. Συνδέεται και με μια σειρά καθαρά χαρτογραφικών λόγων και ενδείξεων άλλοτε μικρότερης και άλλοτε μεγαλύτερης κλίμακας. Στην ευρύτερη χαρτογραφική θεώρηση, έχει σημασία να δούμε τα Κύθηρα ως έναν από τους σπουδαίους τόπους που ορίζουν στη θάλασσα, το θεμελιώδη για την ιστορία της ναυτικής -και όχι μόνο- Χαρτογραφίας, παράλληλο των 36 μοιρών. Ο παράλληλος αυτός, αποτελούσε, από την εποχή του Δικαίαρχου, μία σημαντική γραμμή αναφοράς στη Μεσόγειο, αφού συνδέει τα μείζονα ακρότατα, τη Ρόδο με τις Ηράκλειες Στήλες (Γιβραλτάρ), περνώντας βέβαια και από άλλους σημαντικούς τόπους όπως είναι η Μάλτα, οι βόρειες ακτές της Κρήτης, οι νότιες ακτές της Μικράς Ασίας, μέχρι την Κύπρο. Ο παράλληλος των 36 μοιρών είναι η σταθερή γραμμή πλεύσης που φέρνει στο Αιγαίο και μέχρι την Κύπρο -και αντίστροφα- τους ναυτικούς από την Αδριατική (Βενετούς), την Κεντρική Μεσόγειο (Γενουάτες) και τη Δυτική Μεσόγειο (Καταλανοί). Στην τοπική χαρτογραφική θεώρηση των Κυθήρων, κύριο χαρακτηριστικό είναι η υπερβολή όλων των απεικονίσεων σχετικά με τις πολλές μικρές κολπώσεις του νησιού που φαίνεται ότι, για διάφορους λόγους προσέφεραν εναλλακτικές δυνατότητες αναγκαστικής ή τεχνικής διακοπής των πλεύσεων προς και από το Αιγαίο. Η σημαντικές παραμορφώσεις της ακτογραμμής που δίνουν έμφαση στις κολπώσεις αυτές δεν δικαιολογούνται από τη γενικότερη ομαλότητα της ακτογραμμής, που δεν διακρίνεται από γεωγραφικά σημαντικές αποκλίσεις. Ένα τρίτο στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται υπ' όψιν στην χαρτογραφική αποτίμηση των Κυθήρων είναι και η σπουδαιότητα του μείζονος Κάστρου του, που δεσπόζει στις θαλάσσιες πορείες εισόδου και εξόδου, στο και από το Αιγαίο. Η θέση του στο νοτιοδυτικό άκρο του νησιού, το μέγεθός του, το ύψος των περίπου 200 μέτρων του από την επιφάνεια της θάλασσας, οι ογκώδεις οχυρώσεις του αλλά και η πολεοδομική διάταξη στο εσωτερικό του, όπως απεικονίζεται σε συγκεκριμένους χάρτες της εποχής, βεβαιώνουν για την ισχύ των Κυθήρων και δικαιολογούν την ιδιαίτερα προνομιακή μεταχείρισή του από κορυφαίους χαρτογράφους όπως ο Ortelius και ο Mercator.

Επιπλέον των παραπάνω παρατηρήσεων, πρέπει να σημειωθεί ιδιαίτερα, η σπουδαιότητα των δυνατοτήτων που προσφέρει η σύγχρονη χαρτογραφική έρευνα, με τη χρήση των νέων τεχνολογιών ψηφιακής αναλυτικής παρέμβασης στην προσπάθεια ερμηνείας του γεωμετρικού χαρτογραφικού περιεχομένου των ιστορικών χαρτών και κυρίως των ναυτικών αναγεννησιακών χαρτών, που στηρίζονται σε ασαφές προβολικό πρότυπο. Τα παραδείγματα που παρουσιάζονται στην εργασία αυτή και που εντάσσονται σε ένα ευρύτερο πρόγραμμα σχετικών εφαρμογών των νέων τεχνολογιών στην ιστορική χαρτογραφία, επιβεβαιώνουν τις μεγάλες δυνατότητες και προοπτικές για την παραπέρα εμβάθυνση στην ανάλυση και ερμηνεία των ιστορικών χαρτών.


Βιβλιογραφικές αναφορές

• Αβραμέα, Α. 1985: Χάρτες του Αιγαίου. Στο: "Χάρτες και χαρτογράφοι του Αιγαίου Πελάγους". Εκδόσεις Ολκός, Αθήνα.
• Αθανασιάδης, Π., Θ. Δερέσκος, Β. Ελευθερίου, Β. Κράλλης 1990: Τοπογραφική αποτύπωση κάστρου Χώρας Κυθήρων. Διπλωματική Εργασία, Τομέας Γεωδαισίας και Τοπογραφίας, ΤΑΤΜ-ΑΠΘ.
• Boutoura, C. 2000: On the possibility of associating a map projection to Mediterranean and Aegean Sea portolan maps. http://carto.topo.auth.gr/En/PapersEN_Bout.htm, Dept. of Cadastre, Photogrammetry and Cartography, Aristotle University of Thessaloniki (to appear).
• Legrand, E. 1897: Description des iles de l' Archipel par Christophe Buondelmonti. Leroux ed., Paris.
• Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού: Χάρτες διάφοροι και αεροφωτογραφίες.
• Εθνική Χαρτοθήκη, 1999: Ακτίνες ανέμων στη θάλασσα. Κατάλογος ομώνυμης έκθεσης πορτολάνων-χαρτών με επτά σχετικά άρθρα. Επιμ.Ε. Λιβιεράτος, Θεσσαλονίκη.
• Guerra, F., C. Balletti, C. Monti, E. Livieratos, C. Boutoura 1999: Informatica e “infografica” per lo studio della veduta prospetica di Venezia. In: "A volo d’uccello, Jacopo de Barbari e le rappresentazioni di citta nell’ Europa del Rinascimento", p.p. 92-100, Arsenale Editrice, Venezia.
• Λιβιεράτος, Ε. 1998: Χαρτογραφίας και χαρτών περιήγησις: 25 αιώνες από τους Ίωνες, στον Πτολεμαίο και τον Ρήγα. Εθνική Χαρτοθήκη, Θεσσαλονίκη.
• Μollat du Jourdin, M., M. de La Ronciere. Les portulans, cartes marines du XIIIe au XVIIe siecle. Office du Livre, Fribourg.
• Μπουζουμπάρδη, Μ., Χρ. Μπούτουρα, Μ. Παπαδοπούλου 1981: Άτλας φυσικών χαρακτηριστικών του Αιγαίου. Διπλωματική Εργασία, Έδρα Ανωτέρας Γεωδαισίας και Χαρτογραφίας, ΤΑΤΜ-ΑΠΘ.
• Μπούτουρα, Χρ. 2000: Αποκάλυψη γεωγραφικού πλέγματος σε ναυτικό χάρτη του Αιγαίου του 16ου αιώνα. Στο: "Ακτίνες ανέμων στη Θάλασσα". Εθνική Χαρτοθήκη, Θεσσαλονίκη.
• Τόλιας, Γ. 1999: Οι Ελληνικοί ναυτικοί χάρτες πορτολάνοι, 15ος-17ος αιώνας. Ολκός, Αθήνα.


Ευχαριστούμε τον Πρόεδρο του EΚΕΧΧΑΚ Ευάγγελο Λιβιεράτο, για την άδεια ανατύποσης αυτής της εργασίας.

Το Εθνικό Κέντρο Χαρτών και Χαρτογραφικής Κληρονομιάς - Εθνική Χαρτοθήκη (EKEXXAK) ιδρύθηκε το 1997. Το ΕΚΕΧΧΑΚ είναι κοινωφελές, μη κερδοσκοπικό, αυτοχρηματοδοτούμενο με κύριους σκοπούς του: Την ανάπτυξη και διάδοση της χαρτογραφίας και των χαρτών στον πολιτισμό, την εκπαίδευση, την καθημερινή ζωή και τη διοίκηση.

Leave A comment