Μεταφόρτωση της Καταχώρησής Σας
Site Administrator
0 Comments

Δημήτρης Πρωτοψάλτης, <i>Τα Τέσσερα Σπίτια</i>

Συγγραφέας: Δημήτρης Πρωτοψάλτης
Ημερομηνία Έκδοσης:
Εκδότης: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΦΥΛΙΔΗ, Αθήνα
Διαθέσιμο: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΦΥΛΙΔΗ
Περιγραφή: 185 σελίδες, Χρόνια διασποράς στην Αλεξάνδρεια
Τίτλος: Τα Τέσσερα Σπίτια

Τιμή: $20

Διαθέσιμο επίσης από:

D. Saltis
47 Market Street
Randwick NSW 2031


Δημήτρης Πρωτοψάλτης,
Απόσπασμα από το βιβλίο Τα τέσσερα σπίτια:


Το Τσιρίγο από την πρώτη ματιά φαινότανε σαν ένας μεγάλος ξερόβραχος. Βουναλάκια από λες χακί χρώμα, άδεντρο γατί όλα τα σκότωνε ο ατελείωτος αγέρας, στεγνό και άφορο. Δεν ξέρω γιατί το αγάπησε τόσο πολύ ο πατέρας μου. Ο μόλος για να αράζει το καράβι δεν ήτανε ακόμα κτισμένος και τα βαπόρια όταν είχε καλό καιρό έριχναν την άγκυρα λίγο πιο έξω από την παράλια και οι βαρκάρηδες τριγύριζαν γύρω του σαν μερμήγκια να παραλάβουνε το φορτίο και τους επιβάτες και να τους μεταφέρουνε στην παράλια για αποβίβαση. Τα μικρά παιδιά και οι γέροι μεταφερόντουσαν αγκαλιά από τους βαρκάρηδες. Θυμάμαι τον φόβο μου όταν με αγκάλιασε ένας άγνωστος μουστακαλής που βρωμούσε κρασί και σκόρδο και με μετάφερε από την βάρκα στην παράλια.

Ένα επιβατικό λεωφορείο μας μετάφερε από την Άγια Πελάγια στα Μητάτα το χωριό του πατέρα μου. Η γη γυάλιζε σαν χρυσός κάτω από τον καυτερό καλοκαιρινό ήλιο που είχε κάψει κάθε πρασινάδα. Η μυρωδιά της καμένης βενζίνας αναμιγμένη με την χαρακτηριστική μυρωδιά της ελληνικής σκόνης ήτανε μια καινούργια πείρα για τα μικρά μου χρόνια που δεν υπάρχει πια γιατί η μπενζίνα άλλαξε, οι δρόμοι ασφαλτωθήκανε και εμείς πάψαμε να είμαστε παιδιά.

Η γιαγιά πάλι ήτανε διαφορετική. Ήρεμη, γεμάτη αγάπη και στοργή. Ψηλή, ξερακιανή, ολόισια σαν κυπαρίσσι, με κάτασπρα μαλλιά, πάντα ντυμένη στα μαύρα από τον καιρό που έχασε τον πρωτότοκο της γιο τον Κυριάκο που πέθανε δεκαοκτώ χρόνων από ευλογιά. Τον θάψανε στον άσβεστη για να λιώσει το σώμα γρήγορα και να σκοτώσει το μικρόβιο. Μα για την γιαγιά δεν βρέθηκε τίποτα για να λιώσει τον θρήνο της. Ήταν τυφλή και στα δυο μάτια από καταρράκτη αλλά δεν ήθελε να κάνη εγχείριση να δει πάλι το φως της όχι γιατί φοβότανε αλλά επειδή αυτή η τυφλότητα ήταν βουλή θεού.

Η γιαγιά είχε ερωτευθεί τον παππού αλλά ο πατέρας της δεν τον ήθελε γιατί ήταν φτωχός. Εκείνη δεν άκουσε τους γονείς της, τα κανόνισε με τον παππού, την έκλεψε και την πήρε στο σπίτι της αδελφής του. Εκεί ήρθε ο παπάς και τους πάντρεψε .Ο πατέρας της γιαγιάς δεν της ξαναμίλησε. Μιλούσε στον παππού μου και σε όλα τα εγγόνια αλλά ποτέ στην κόρη του. Η γιαγιά θεωρούσε το θάνατο του Κυριάκου και την τύφλωση της σαν μια τιμωρία από τον θεό για την στεναχώρια που έδωσε στον πατέρα της.

Η πιο μεγάλη παιδική χαρά που ζει στην μνήμη μου ήτανε ένα καλοκαιρινό απόγευμα που εμείς τα παιδιά βαλθήκαμε να χτίσομε ένα σπιτάκι. Βρήκαμε ντενεκέδες πέτρες, ένα κομμάτι λαμαρίνα σκουριασμένη. Ανακατέψαμε χώμα με νερό και εκτίσαμε ένα σπιτάκι που γρήγορα γκρεμίσθηκε. Θυμάμαι καθαρά την χαρά που ένοιωσα γιατί η μαμά μας άφησε να λερωθούμε στα κορμιά και στα ρούχα μας, την ικανοποίηση που αισθάνθηκα για κάτι που ήτανε δική μας δημιουργίας αποκλειστικά δικό μας και το απίστευτο άρωμα της λάσπης. Το ξαναθυμήθηκα όταν στην κατηχητική μας είπε ο παπάς πως ο θεός έπλασε τον πρώτο άνθρωπο από λάσπη.

Το Τσιρίγο και γενικά η Ελλάδα ήτανε σωστή εκπαίδευση στις διαφορές μεταξύ των δυο χωρών. Στην Αίγυπτο νοιώθεις τον ήλιο να ζεσταίνει να καίει να στεγνώνει, να ζαρώνει τη φύση γύρω του. Το φως του είναι άσπρο λαμπερό και οι ακτίνες του διψασμένες απορροφούνε το νερό και αφήνουν γύρω του όλα ξερά και μαραμένα. Και ο Νείλος δουλεύει ακούραστα να ποτίσει και να ζωοποίηση τη πλάση. Στην Ελλάδα ο ίδιος ήλιος διαθλάτε σε αμέτρητα χρώματα και το φως του λούζει όλο το σώμα και την ψυχή. Δεν ήξερα ποτέ πως υπάρχουν τόσα χρώματα, προ πάντων το γαλάζιο που βάφει την δική της θάλασσα και τον μοναδικά αττικό ουρανό. Κοίταζα όλο γύρω μου τα καλοκαιρινά λουλούδια, τους χρυσούς κάμπους την μπλε λυγαριά το φύλλωμα και το άρωμα της συκιάς, το αμπέλι φορτωμένο από άγουρα ακόμα πράσινα σταφύλια με την κιτρίνη στάχτη του θειάφι που περίμεναν τον ήλιο να τα ωριμάσει. Αγάπησα την Ελλάδα αλλά ήμουνα ευγνώμον που η τύχη μου ήτανε να γεννηθώ στην Αίγυπτο.

Οι μήνες πέρασαν γρήγορα. Ο πατέρας μου δυνάμωσε και ήτανε καιρός πια να γυρίσομε στο δικό μας το σπίτι. Δεν θυμάμαι τίποτα από το ταξίδι. Μόνο την άφιξη στην Αλεξάνδρεια, την χρυσοχρωμη ομίχλη με άταχτες πινελιές πορφύρας. Ένας ορίζοντας ακαθόριστος χωρίς πρασινάδα χωρίς βουνά. Και οι αιγύπτιοι απλοί στη ζωή τους και στη σκέψη τους γυρνούσαν και μελετούσαν τον ουρανό γιατί η γη τους δεν είχε κανένα μυστήριο. Και έτσι παρατηρώντας την ρυθμική τάξη του σύμπαντος, μελέτησαν τα άστρα, άρχισαν την αστρονομία την αλχημεία τη μετρολογία του σύμπαντος και τον γραφτό λόγο. Προσπάθησαν να εξηγήσουν την ζωή, τον θάνατο, τον πλανήτη, τον Νείλο. Μεταφέρανε γρανίτη από την Νουβία και εκτίσανε αυτά που δεν είχανε, αγάλματα ψηλά σαν λόφους και πυραμίδες σαν βουνά. Σκάψανε κανάλια και έφεραν τα νερά του Νείλου στην διψασμένη έρημο και δημιούργησαν ευφορία και πλούτο Έγιναν oι πρώτοι γήινοι θεοί, γιατί ξαναπλάσανε το δικό τους κόσμο.

Ήθελα να πω το αντίο στης αγαπημένες Ρίκι και Λίτσας που πάντα αγαπούσα και θεωρούσα πολύτιμες φίλες. Είχα καιρό να της επισκεφθώ και αισθάνθηκα παράξενα ανεβαίνοντας της σκάλες της οκελας τους. Θυμήθηκα με ένα γλυκό πόνο της μέρες και της νύχτες που όλη η ευτυχία μου ήτανε μια μικρή έκφραση αγάπης από την Ρίκι. Τα μοναχικά θλιμμένα βράδια που σεργιανούσα έξω από το σπίτι της,

Περνώ κάθε βράδυ στο σπίτι σου απ’ έξω
Και μεσ’ στο σκοτάδι
Χωρίς να προσέξω τους περαστικούς
Σφυρίζω, σφυρίζω
Για να βγεις μα δεν βγαίνεις.....

Η το άλλο παραπονεμένο

Αν σε χάσω για μια στιγμή
Θα με πνίξουν κρυφοί λυγμοί




Και εκείνο που θυμόμουνα πιο πολύ ήταν η αλληλογραφία που είχαμε για ένα μικρό ευτυχισμένο διάστημα όταν ήμουν στην Ελλάδα. Όλα γυρίσανε στο μυαλό μου σαν ανέβαινα τα λίγα σκαλιά. Αισθανόμουνα ένα μουγκό παράπονο, μια θλίψη υποφερτή ένα καημό και μια νοσταλγία για κάτι που δεν ζει μα ούτε και έχει πεθάνει. Ζω και αγαπώ την σκιά μιας κοπέλας αιώνια, ήταν και είναι η σύνοψη της ερωτικής μου ζωής. Άραγε ο Πορφύρας που έγραψε αυτού τους στοίχους είχε και εκείνος την ίδια πείρα η ήτανε μόνο μια ποιητική του φαντασία. Ήξερα ακόμη και τότε την διάφορα της αγάπης της Ρίκι και της Άλλυ. Η Ρίκι ήτανε η γαλήνη η πεποίθηση πως αύριο ο ήλιος θα ανατείλει, το αργό, σταθερό και βέβαιο περπάτημα σε ένα ίσιο δρόμο που σε φέρνει στην απόλυτη Νιρβάνα.

Χτύπησα την πόρτα και μου άνοιξε η Λίτσα. Με υποδέχτηκε με ειλικρινή ευχαρίστηση για την δική μου απρόοπτη βίζιτα. Μπήκα μέσα και χαιρέτισα με σεβασμό τους γονείς της. Τους είπα πως φεύγω σε λίγες μέρες και ήλθα να τους ευχαριστήσω για την φιλοξενία τους και να τους αποχαιρετήσω. Μέσα στην ώρα βγήκε και η Ρίκι από το δωμάτιο της, ντυμένη, έτοιμη για έξω. Με καλωσόρισε με το συνηθισμένο ειλικρινές χαμόγελο και την γλυκιά της φωνή. «Συγνώμη, μου είπε, δεν μπορώ να μείνω γιατί πρέπει να πιάσω δουλειά στις οχτώ. φεύγεις μεθαύριο;» Ναι της απάντησα, «εάν έχεις καιρό μπορείς να με συνοδέψεις στο Νοσοκομείο που δουλεύω» μου πρότεινε. Πολύ ευχαρίστως, της απάντησα. Αποχαιρέτησα τους άλλους και εγώ και εκείνη τραβήξαμε στον πλατύ δρόμο που ένωνε το Καμπ Σεζαρ με το Κοτσικειο το κοινοτικό νοσοκομείο. Ήτανε σκοτεινά από την νύχτα και τα μεγάλα πυκνόφυλλα δέντρα που στολίζανε το δρόμο από τις δυο πλευρές. Έκανε λίγο υποφερτό αλεξανδρινό κρύο μα δεν έβρεχε. Περπατήσαμε με αβίαστα βήματα ο ένας κοντά στον άλλο και μιλούσαμε για τα παλιά χρόνια, τους κοινούς φίλους τα σχέδια για το μέλλον. Κάθε βήμα με έφερνε πιο κοντά στο τελικό τέρμα στο κλείσιμο του βιβλίου που δεν ήθελα να τελειώσει. Σταθήκαμε μπρος την μεγάλη επιβλητική πόρτα του Νοσοκομείου. Με κοίταξε με τα πολύμορφα μάτια της που αγάπησα τόσο και μου φάνηκε σαν να είχαν κατασταλάξει μέσα τους μια δυο σταγόνες δάκρυα. Ίσως να ήτανε μια αντανάκλαση της δικής μου θλίψης από τα δικά μου μάτια.

«Γεια σου Μίμη, να είσαι πάντα καλά, να προοδέψεις και να πλουτίσεις στην Αυστραλία. Και αν με θέλεις, να μου το πεις και θα έλθω,»μου είπε με σιγανή συγκινημένη φωνή.
Μέχρι σήμερα διερωτώμαι εάν αυτά ήταν πραγματικά τα λόγια που μου είπε η τα έφτιαξε ο νους μου, γιατί ποτέ μου δεν έπαψα να την αγαπώ, όπως αγαπάς τα νιάτα, τον ρομαντισμό, το παρελθόν και προ πάντων το Όνειρο.

Περπάτησε στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο, μπήκε στον μαρμαρένιο διάδρομο, περπατώντας βιαστικά και την παρακολούθησα ως που έφυγε από την όψη μου. Με αργό βήμα γύρισα στο σπίτι. Διερωτήθηκα εάν ήτανε λάθος που τα έμπλεξα με την Άλλυ. Σκέφτηκα, συλλογίστηκα ανακρίθηκα. Η Ρίκι θα είναι πάντα η αγνή, αναποφάσιστη, ανεκπλήρωτη αγάπη της ζωής μου. Μα η Άλλυ είναι η ολοκληρωτική εκπλήρωση της αγάπης και πιο πολύ του έρωτα. Στεναχωρήθηκα και μάλωσα τον εαυτό μου που ακόμα μου είχανε μείνει σημάδια αγάπης για την Ρίκι. Παίρνουν καιρό να διαλύσουν σκέφτηκα για να δικαιολογήσω τον εαυτό μου. Πόσο καιρό, λες μια ολόκληρη ζωή να είναι αρκετή ;

Leave A comment