Απομνημονεύματα από το 43
Ένα Τετάρτη απόγεμα κάθησα με την Κ. Παυλάκη στην κουζίνα του διαμερίσματος της κόρης της στον Ποταμό. Το ρεύμα είχε κοπεί στα γύρω σπίτια, γι’αυτό καθήσαμε με το φως ενός κεριού, μιλόντας για το παρελθόν. Η Κ.Παυλάκη πρέπει να είναι μια από τις πιο χιουμοριστηκές κυρίες που γνωρίζω, τα απαλά χαχανίσματά της γέμιζαν την κουζίνα, καθώς γελούσε για τα πάντα από την κουζίνα της μητέρας της μέχρι την πείνα του 43. Η ίδια η ιδέα του ότι είχα έρθει για να ακούσω τα παραμύθια της μάλον να της φαινόταν υπερβολικά αστείο, κ πήρε λίγο καιρό για να ξεκινήσει. Σύντομα όμως είχε χαθεί στο 43...
«Το 43 που είχαμε την κατοχή δεν είχαμε ούτε αλεύρι ούτε ψωμί, πάρα φτιάχναμε τιγανίτες. Είμασταν όμως αρκετά τυχεροί, αφού είχαμε ζώα κ από αυτά παράγαμε γάλα κ τυριά κ κρέατα, επείσης είχαμε ξύλο για την φωτιά, δεν ήταν κ τόσο άσχημα! (γελάει.)
Όλα τα παιδιά της Αθήνας που είχαν συγγενείς στο νησί είχαν μαζευτεί εδώ, τα πράγματα ήταν πιο άσχημα στην πόλη. Είμουν δεκάξι χρονών. Μαζευόμασταν όλη η παρέα στα καφενεία κ παίζαμε θέατρο, λέγαμε τραγούδια κ ποιήματα, εγώ είχα παίξει ένα νησί! (κ άλλο γελιο.) Τα πιο μεγάλα αγόρια τα παίρναν’ για να κατασκευάζουν φρούρια κ να παλεύουνε για τους γερμανούς. Είμασταν όμως τυχεροί, δεν είχαμε σκοτωμούς. Οι καιροι ήταν δύσκολοι μα είμασταν νέοι κ δυνατοί κ παλεύαμε!
Τα χρόνια του πολέμου πριν έρθουν οι γερμανοί στο νησί, εμείς τα κορίτσια πλέκαμε για τους στρατιώτες. Φανέλες κ πουλόβερ κ κάλτσες κ κουβέρτες, γιατί είχαν πολλά κρυοπαγήματα στα βουνά κ δεν αντέχανε.
Κ μετά από τέσσερα χρόνια ήρθαν οι Άγγλοι κ μας απελευθερόσαν από τους γερμανοιταλούς. Χτυπούσαμε τις καμπάνες κ μπαίναμε στην εκκλησία κ δοξολογούσαμε. Κ ύστερα σε όσους είχαμε συγγενείς στην Αμερική ή στην Αυστραλία μας έστελναν ρούχα κ τρόφιμα κ καραμέλες κ λεφτά... αυτά τα χρόνια δεν τα ξεχνάμε...»
Εντομεταξύ έχει μπει ο άντρας της μέσα κ ακούει, κ τώρα προσθέτει:
«Ούτε κ τότε δεν είχαμε φως!»