Ιστορίες ενός ναύτη Ι
Ήταν Μαϊος του 1985. Ένας γέρος ψαράς κ ο νεαρός άπειρος βοηθός κ φίλος του είχαν ρίξει το προηγούμενο βράδυ τα δίχτυα τους κοντάς στα Μυρτίδια, κ σκόπευαν να πάνε να τα μαζέψουν εκείνο το πρωϊ. Ο καιρός όμως ήταν πολύ φρέσκος, κ ο βοριάς που είχε ξεσηκωθεί από το προηγούμενο βράδυ έιχε πια φτάσει τα δέκα μποφόρ. Το καϊκι δεν ήταν πάνω από 5m σε μήκος, με ελάχιστο εξοπλισμό κ χωρίς καν άγκυρα. Ο αέρας τους βασάνιζε από την στιγμή που ανοίχτηκαν. Αφού είχαν μαζέψει τα περισσότερα δίχτυα διαπίστωσαν πως μερικά ελιχαν πιαστεί σε βράχυα κάτω από την επιφάνεια κ βάλθηκαν να παλεύουν για να τα βγάλουν στην βάρκα. Μετά από μεγάλη μάχη τα δίχτυα ανατινάχτηκαν από τα βράχια κ αμέσως προσκολήθηκαν στην προπέλα του καϊκιού, καταντόντας την μηχανή του άχρηστη. Αμέσως το σκάφος άρχισε να ανοίγεται στο πέλαγος μαζί με το πλήρωμά του. Ο αέρας τους τράβηξε προς τα ανοιχτά κ αγανακτισμένοι παρατηρούσαν την στεριά να απομαρύνεται. Ο νεαρός, κατανοώντας τον κίνδυνο που πλησίαζε, ρώτησε τον γέρο τι θα έπρεπε να κάνουν, κ εκείνος του αποκρίθηκε πως το μοναδικό πράγμα που τους είχε απομείνει ήταν να βουτήξει ο νεαρός κ να προσπαθήσει να γυρίσει κολυμπώντας στην στεριά για να επιδιώξει να βρει βοήθεια.
Όταν όμως ο νέος βούτηξε, βρέθηκε αντιμέτωπος με κύματα με τα οποία δεν μπορούσε να παλέψει, ενώ η στεριά φαινόταν όλο κ πιο μακρυά. Γυρίζοντας για να ξαναμπει στην βάρκα ανακάλυψε πως εκείνη είχε απομακρυνθεί από αυτόν κατά πολλά μέτρα κ όλο κ απομακρυνόταν περισσότερο. Τότε ένιωσε την ελπίδα να τον εγκαταλείπει κ του φάνηκε πως ολόκληρη η ζωή του έτρεχε εμπρός στα μάτια του. Φαντάστηκε την μητέρα του κ την γυναίκα του να πενθούν για χάρη του. Καθώς του έρχονταν αυτές οι τραγικές σκέψεις θυμήθηκε άξαφνα κάποια παράγραφος από μια νουβέλα που είχε διαβάσει κατά την διάρκεια ενός ταξιδιού, κατα την οποία κάποιος ναυαγός έιχε σωθεί μετά από πενήντα ώρες μάχης με τα κύμματα. Αυτό του έδωσε κουράγιο, αφού σκέφτηκε πως κάτι παρόμοιο ίσως να μπορούσε να πετύχει κ ο ίδιος. Ξαναγύρισε λοιπόν με ζήλο στην μάχη του, χρησιμοποιώντας μια τεχνική καθώς κολυμπούσε που να μην του επιτρέπει να βλέπει την μακρινή παραλία ώστε να μην απαγοητεύεται από την απόσταση. Πάλευε για ώρες, κ την επόμενη φορά που ξανακοίταξε την στεριά του φάνηκε πιο κοντινή. Μετά από καιρό ακούμπησε σε κάποιο βραχονήσι που πρόβαινε πάνω από τα κύμματα, κ όταν συνέχισε έφτασε σύντομα στην στεριά. Αμέσως τράβηξε για το μοναστήρι για να τηλεφωνήσει κ στο λημεναρχέιο αλλά κ στην αστυνομία, καθώς δεν θεωρούσε πως υπήρχε κάποια ελπίδα πια για τον γέρο ψαρά. Στεναχορημένος κ αγανακτησμένος, κ καθώς αισθανόταν πως του ήταν αδύνατο να γυρίσει μόνος στο χωριό, ανέβηκε στον σταυρό πάνω από τα Μυρτίδια για να σκεφτεί κ να ηρεμήσει.
Ύστερα από ώρα παρατήρησε ένα κότερο που πλησίαζε στο λιμάνι, κ επειδή υποψιαζόταν πως είχε κ εκείνο κάποια σχέση με το διστύχημά του, κατέβηκε κ βρήκε τον λημενάρχη μαζί με άλλους λιμενικούς να τον περιμένουν στο λιμάνι. Αφού πληροφορήθηκαν από εκείνος ως προς την θέση του χαμένου καϊκιού, ξεκίνησαν για να επιδιώξουν την διάσωσή του.
Εντομεταξύ, κάποιος ψαράς περίμενε στο Μελιδόνι το τέλος της φουρτούνας ώστε να μπορέσει να πραγματοποιήσει την συνηθισμένη του διαδρομή στο Καψάλι. Καθώς περίμενε κ επισκεύαζε τα δίχτυα του, ένιωσε κάτι μέσα του να τον ωθεί να ξεκινήσει την διαδρομή του, παρόλο το γεγονώς ότι σε τέτοιες συνθήκες συνήθως δεν θα σκεφτόταν καν να κάνει κάτι τέτοιο. Μετά όμως από δισταγμούς αποφάσισε να ακολουθήσει αυτό που τον έσπρωχνε να κάνει το τρελό, κ ξεκίνησε την διαδρομή. Στον δρόμο συνάντησε το κότερο κ πληροφορήθηκε για το ατύχημα, οπότε συμφώνησε να βοηθήσει κ να ανοιχτεί να ψάξει το καϊκι αφού το κότερο δεν μπορούσε να αντέξει στις συνθήκες. Αφού ανοίχτηκε στο μέρος όπου είχε χαθεί η βάρκα βάλθηκε να ψάχνει, μετά όμως από ώρα αποφάσισε να γυρίσει πίσω, αφού μέχρι στιγμής δεν έβλεπε τίποτα, κ ο καιρός όλο κ χειροτέρευε.
Από το κατάστρωμα του καϊκιού, κρυμένο στα κύμματα, ο γέρος ψαράς είδε καθώς νόμιζε την σωτηρία του να απομακρύνεται, κ η ελπίδα του λύγισε οριστικά.
Ο καπετάνιος όμως της μεγαλύτερης βάρκας άρχισε να αμφιβάλει για τις πράξεις του, ένιωθε πως ήταν αδύνατο να αφήσει έναν συνάνθρωπο να πεθάνει στα κύμματα χωρίς άλλη μια προσπάθεια διάσωσης, κ ξαναγύρισε προς το μέρος όπου βρίσκοταν το καϊκι. Επιτέλους το αντίκρισε, κ αφού ένωσε τα δύο σκάφη βάλθηκε να τραβάει το μικρότερο προς το νησί κ την σωτηρία. Εδώ όμως το μικρότερο σκάφος, ταλαιπορημένο κ εξαντλημένο πια, μην μπορώντας να αντέξει στην πίεση των κυμμάτων, βούλιαξε κ ο γέρος ψαράς βούτηξε στο κύμμα. Προσπάθησαν τρεις φορές να τον βγάλουν στο μεγάλο σκάφος, κ με την τρίτη προσπάθεια τα κατάφεραν, ενώ όμως είχε σπάσει τα πλευρά του στο πλάι της βάρκας.
Όλοι βγήκαν όμως ζωντανοί κ με χαρά τους υποδέχτηκαν συγγενείς κ φίλοι, καθώς κ κατευτηχισμένος ο νεαρός ψαράς. Ο γερο-ψαράς θεραπεύτηκε στο νοσοκομείο, κ σύντομα ήταν πάλι στα ψαροκαϊκα με τον νεαρό του φίλο...