Ο ύπνος του κουφού
Όταν οι Γερμανοί ήρθαν στο νησί των Κυθήρων, συνειδητηποίησαν ότι τους ήταν απαραίτητο να βρουν εργάτες ώστε να χτιστούν διάφορα πολεμικά οικοδομήματα. Έτσι αποφάσισαν να μαζέψουν ντόπιους άντρες ικανούς για να τους χρησιμοποιήσουν στα έργα αυτά. Ένα από τα μέρη όπου αποφάσισαν να αναζητήσουν εργάτες ήταν σε κάποιο μικρό εργοστάσιο του νησιού που παρήγαγε λάδι. Οι άνθρωποι όμως που δούλευαν εκεί πήραν είδηση τους Γερμανούς και έφυγαν να κρυφτούν, αφήνοντας το εργοστάσιο σκοτεινό και μοναδικά σημάδια ανθρώπινης ζωής κάποιους πολύ γέρους και μερικά μικρά παιδιά. Οι στρατιώτες κοίταξαν μέσα στο εργοστάσιο, φώναξαν, μα δεν έβλεπαν κανέναν και επειδή ήταν σκοτεινά φοβούνταν να εισέλθουν. Εξοργισμένοι άρχισαν να πυροβολούν τυχαία στα γύρω χωράφια, ίσως σαν μια προειδοποίηση, ισως με την ελπίδα να χτυπήσουν κάποιους φυγάδες.
Όταν πλέον είχαν φύγει οι εργάτες γύρισαν και άρχισαν το αναμέτρημα για να δουν ότι όλοι είχαν γυρίσει ασφαλείς. Ένας μόνο έλειπε, ένας κουφός, και όλοι ανησύχησαν για κείνον και άρχισαν να ψάχνουν την γύρω περιοχή και τα χωράφια, όμως δεν τον έβρισκαν πουθενά και όλοι φοβήθηκαν πολύ, και μερικοί ψυθήριζαν πως δεν είχε ακούσει τους Γερμανούς και πυροβολήθηκε στα χωράφια. Η μέρα περνούσε και εκείνος συνέχιζε να είναι άφανος.
Εκεί όμως που ήταν όλοι έτοιμοι να παραδεχτούν πως είχε χαθεί και δεν θα τον ξαναέβλεπαν, γύρισαν και τον είδαν να κατεβαίνει από το υπερυψωμένο πάτωμα κοντά στο ταβάνι όπου συνήθιζαν να κοιμούνται. Χασμουριόταν. Είχε αποκοιμηθεί και είχε χάσει όλο το δράμα!