Παιδικά χρόνια στον Καραβά
Η ζωη ήταν απλή κ ήσυχη τότε, είμασταν φτωχοί αλλά οι φτωχοί κ οι πλούσιοι δεν θεωρούνταν διαφορετικοί τότε, όλοι ήταν ίσοι. Εγώ μεγάλωσα σε ένα περιβάλον γεμάτη αγάπη, είμουν η μικρότερη από οχτώ παιδιά, αλλά όταν τα αδέρφια μου άφησαν το νησί για να βρουν δουλειά, απόκτησα όλη την συμπάθεια κ αγάπη των γονιών μου που προηγουμένως μοιραζόταν σε όλους μας. Έκανα ότι ήθελα, σπανίως μου αναθετούσαν κάποια δουλειά, που κ που βοηθούσα με τα ζώα. Είχαμε κότες κ δυο κατσίκες. Τότε όλοι είχαν κότες κ δεν σπάνιζαν τα πρόβατα, τα κατσίκια κ οι αγγελάδες, αν κ οι αγγελάδες υπήρχαν περισσότερο για εργασία. Όλοι σχεδόν είχαν χωράφια κ δέντρα, εμείς είχαμε δέντρα με φρούτα.
Όλο το μαγείρεμα γινόταν στην φωτιά, κ η κυριότερη πηγή φωτός ήταν οι λάμπες λαδιού, με τις οποίες βλέπαμε για να κεντάμε κ να πάβουμε τα βράδια. Το σπίτι μας ήταν μικροσκοπικό σχεδόν, κοιμόμασταν όλοι σε ένα δωμάτιο, η ζωή ήταν σκληρή μα δεν το καταλαβαίναμε τότε, όλα μας φαίνονταν τέλεια. Η κοινωνία ήταν πολύ αγαπημένη, ο ένας βοηθούσε τον άλλον, τα τρία καφενείς ήταν πάντα γεμάτα κ όλοι πήγαιναν μαζί εκκλησία.
Υπήρχαν τότε ογδόντα παιδιά στον Καραβά, κ πηγαίναμε μαζί σχολείο τα προϊνά, αν κ δεν μαθαίναμε ποτέ τίποτα διότι η δασκάλα ήταν η γυναίκα του δήμαρχου κ ήταν τελείως τρελή, κ έτσι κάναμε ότι θέλαμε. Τα φτωχά κ τα πλούσιόπαιδα ήταν πάντοτε μαζί, δεν βλέπαμε τις διαφορές μεταξύ μας, ήμασταν σαν αδέρφια τότε, κ κάθε οικογένεια έκανε πολλά παιδιά, όσα ήθελε ο Θεός όπως λέγαμε. Κάποιες μέρες μας πηγαίναν για μπάνιο στην παραλία, με τα πόδια κατεβαίναμε κ κάναμε μπάνιο χώρια τα αγόρια με τα κορίτσια, δεν είχαμε βέβαια μαγιό κ κάναμε μπάνιο με τα σλιπάκια, κ ύστερα πάλι παίρναμε με τα πόδια τον δρόμο του γυρισμού. Τα περισσότερα παιδιά στην ηλικία των δεκατριών χρονών ή κ μικρότερα φεύγαν από το νησί για να βρουν δουλειά, πηγαίναν στην Αθήνα ή στο εξωτερικό, τα δικά μου αδέρφια πήγαν στην Αγγλία, στην Αμερική κ στην Αφρική, κ δεν τα ξαναβλέπαμε για πολύ μεγάλα διαστήματα. Ο μεγάλος μου αδερφός έφυγε από το σπίτι όταν είμουν μόλις τριών μηνών, κ όταν τον ξαναέιδα η κόρη μου είχε φτάσει τα δεκαπέντε της χρόνια. Σοκαρίστηκε πολύ!
Οι γιορτές υπήρξαν πάντα ιδιαίτερες μέρες. Τα Χριστούγεννα σφάζαμε κάποιο ζώο για φαγητό, φτιάχναμε σπιτικά γλυκά κ γενικά μαγειρεύαμε πολύ! Το Πάσχα πάλι βάφαμε κόκκινα αυγά κ νηστεύαμε κ πηγαίναμε εκκλησία σχεδόν κάθε μέρα.
Η μητέρα μου ήταν μια πολύ έξυπνη γυναίκα, διαφορετική από τις άλλες χωριανές, δεν πίστευε σε προκαταλείψεις όπως το μάτι κ μας μεγάλωσε κ εμάς έτσι. Έχασε την όρασή της στο πόλεμο διότι δεν μπορούσαν να την πάνε σε νοσοκομείο στην Αθήνα. Τα τελευταία της λόγια ήταν η ερώτηση αν είχε γράμματα από τα παιδιά της στα ξένα, κ πέθανε με τα γράμματα στα χέρια.
Εγώ έφυγα από το νησί στην ηλικία των εικοσιπέντε χρονών με τον άντρα μου για την Αφρική, μέναμε κοντά στο Κάιρο όπου ο άντρας μου ήταν έμπορος βαμβακιού, η ζωή μου φαινόταν εκεί πιο δύσκολη. Έκανα μονάχα μια κόρη κ εκείνη με άφησε κ έφυγε για την Αμερική, σπανίως την βλέπω πια όπως κ τα εγγόνια μου, αν κ τα ταξίδια είναι πια πολύ πιο εύκολα!!!