Μεταφόρτωση της Καταχώρησής Σας
vasiliki Theocharopoulou
0 Comments

ΑΝΝΑ ΛΕΥΘΕΡΗ

ΑΝΝΑ ΛΕΥΘΕΡΗ

 

Οικογένεια

Γεννήθηκα στο σπίτι, στον Ποταμό, το Μάρτιο του΄33, με δηλώσανε όμως ένα χρόνο αργότερα. Η μάνα μου έπαθε επιλόγχιο πυρετό-θέριζε τότε-και έτσι πήγανε στο νοσοκομείο, στον Πειραιά. Όταν επέστρεψαν, είχε πια περάσει καιρός και δεν με γράψανε. Τελικά, η ταυτότητά μου γράφει ότι γεννήθηκα το 1934. Είμαι η τελευταία από την οικογένεια. Πριν από εμένα είναι η αδερφή μου η Χρυσούλα, που πέθανε 87 χρονών και ο Μίμης- Δημήτρης- που πέθανε 64 χρονών από καρδιά. Ήταν αρχιτέκτονας και νοιαζότανε πολύ για το Τσιρίγο. Θυμάμαι που η Αγία Πελαγία δεν είχε τότε ούτε ένα δέντρο. Ο αδερφός μου ήταν στη Ζάκυνθο την εποχή που έγιναν οι μεγάλοι σεισμοί και είδε ότι είχανε κάτι δέντρα εκεί, τα αλμυρίκια. Αυτός τα έφερε από τη Ζάκυνθο στην Αγία Πελαγία. Φύτεψε τα πρώτα και έτσι μάθανε οι Αγιοπελαγιώτες τα αλμυρίκια και γεμίσανε την παραλία.

Το πατρικό μου επίθετο είναι Ζαγλανίκη. Ο πατέρας μου ήταν από τα Ζαγλανικιάνικα, με πατέρα από την Αίγυπτο. Ο αδελφός του παππού μου, του Ζαγλανίκη, ήταν δήμαρχος στο Ποταμό και επιμελήθηκε το σχεδιασμό της  πλατείας του Ποταμού. Οι Ζαγλανίκηδες είναι ένα σόι μάλλον σεμνό... προσέφεραν στον τόπο αλλά δεν κυνηγούσαν την προβολή. Ο παππούς μου με τον αδελφό του, φέρανε λίρες από την Αίγυπτο και γι’ αυτό το παρατσούκλι τους ήτανε “λιράδες”. Αυτό το παρατσούκλι δεν έμεινε στον πατέρα μου, Κώστα Ζαγλανίκη, γιατί ο πατέρας μου έφυγε και πήγε μετανάστης στην Αφρική. Όταν γύρισε γνώρισε τη μητέρα μου, τη Σταματικώ Τριφύλλη από τα Τριφυλλιάνικα. Τότε παντρευόντουσαν με προξενιό. Του λέγανε οι συγγενείς του «παντρέψου, παντρέψου!», τους απαντούσε «πού να βρω γυναίκα, είναι όλες τους κλεισμένες, και στο πανηγύρι ακόμα περιφρουρημένες από μπαμπά και αδερφό...εσείς πρέπει να μου συστήσετε κάποια!» Τη μητέρα μου όμως, την είχε ήδη προσέξει, πριν του τη συστήσουν για προξενιό, στο πανηγύρι της Εικόνας στα Τριφυλλιάνικα.  Ήταν πολύ μορφωμένος άνθρωπος η μάνα μου. Έβγαλε μέχρι την τρίτη δημοτικού αλλά της άρεσε πολύ το διάβασμα.

Οι Τριφύλληδες -ευεργέτες του νησιού- είχανε τα ανήψια τους στα Τριφυλλίανικα και τους στέλνανε βιβλία, τα οποία πετούσαν, αφού τα διάβαζαν. Πήγαινε λοιπόν η μάνα μου κάθε πρωί στον κοπρόλακκο (τον λάκκο που είχε κάθε οικογένεια και πέταγε τα σκουπίδια της), έπαιρνε τα βιβλία και τα διάβαζε. Ήταν από τις πιο πολυδιαβασμένες γυναίκες στο Τσιρίγο. Διάβαζε λογοτέχνες όπως τον Καζαντζάκη, τον Όσκαρ Ουάιλντ και όλους τους κλασικούς. Θυμάμαι τη μάνα μου στο γάιδαρο επάνω που πήγαινε να φορτώσει ξύλα, να απαγγέλλει ποίηση...Καβάφη.

Γυρνώντας από την Αφρική, ο πατέρας μου πήγε στρατιώτης στον πόλεμο, στη Μικρασιατική καταστροφή. Τα χρήματα που είχε βγάλει στην Αφρική και τα είχε στην τράπεζα, τα έχασε. Το κράτος δεν είχε πλέον χρήματα. Με όσα απόμειναν άνοιξε μαγαζί στον Ποταμό. Το μαγαζί είχε απ’ όλα. Ξυλεία, τζάμια και σιδερικά, χαρτικά και υφάσματα. Μέχρι και κρεβάτια πουλούσε. Ήτανε πολύ καλός έμπορος ο πατέρας μου γιατί είχε μάθει στην Αφρική. Έτσι είχαμε κάποια άνεση οικονομική.

Παρόλα αυτά, η μητέρα μου στην Κατοχή ασχολήθηκε και με τα χωράφια. Όπως όλοι τότε αναγκαστήκανε και καλλιέργησαν τα χωράφια τους. Μετά την Κατοχή είχαμε τον εμφύλιο. Πρέπει εσείς οι νέοι να καταλάβετε πόσο τραγικός είναι ένας εμφύλιος πόλεμος. Στον ανταρτοπόλεμο σκοτωθήκαν εδώ στα Κύθηρα 8-10 άνθρωποι. Από την Πελοπόννησο ήρθαν οι αντάρτες εδώ. Όλοι φταίγανε, όλοι! Ο εμφύλιος είναι φοβερός! Να δώσει ο Θεός να μην ξαναγίνει. Υπήρχαν τότε αντιπαλότητες μεγάλες και μίση. Όταν είσαι φανατισμένος, σε θρησκευτικό ή πολιτικό επίπεδο, μισείς εκείνους που δεν είναι σαν εσένα. Και σε ένα νησί μικρό είναι ακόμα χειρότερα... Όταν δεν έχεις πατριωτισμό μέσα σου, να καταλάβεις τι κακό κάνεις στην πατρίδα σου, τότε ό,τι και να σαι -δεξιός ή αριστερός- και είσαι φανατισμένος, κακό κάνεις. 

 

Τριφυλλιάνικα

Οι δικοί μου ζούσανε στον Ποταμό. Το 38 -εγώ πρέπει να ήμουνα 5 χρονών- πέθανε ο παππούς μου και με πήρε στα Τριφυλλιάνικα η γιαγιά μου η Παγώνα για συντροφιά. Έμεινα μαζί της μέχρι την ηλικία των 12. Η μνήμη μου κρατάει πολύ έντονα αυτά τα εφτά χρόνια. Τα Τριφυλλιάνικα είχανε ζωή τότε. Θα τανε 100 άτομα στην εποχή μου…

Γυρνώντας από το σχολείο είχα να πάω να μεταδέσω την κατσίκα. Είχε μια προβάτα, μια κατσίκα και ένα γάιδαρο η γιαγιά μου. Τα ζώα τα πηγαίναμε στον κάμπο των Τριφυλλιανίκων. Τρεις ή τέσσερις είχανε βόδια που τα παίρνανε όλοι για να οργώσουν. Τους πληρώνανε τη «ζευγαρέα». Σήμερα έχουμε τα τρακτέρ για αυτή τη δουλειά -όσο όργωνε σε μια μέρα η ζευγαρέα, οργώνει το τρακτέρ σε μια ώρα! Όλος ο κάμπος ήταν οργωμένος. Είχε πηγές στα Τριφυλλιάνικα. Επί των ημερών μου δεν είχε ποτέ τόσο λίγα νερά όσο έχει τώρα. Η βρύση στο λαγκάδι έτρεχε όλο το καλοκαίρι νερό κάτω στο ποταμάκι, θυμάμαι βγάζαμε τα παπούτσια μας και παίζαμε με το νερό. Ήτανε μια φορά, που βοηθούσα τη γιαγιά μου να ποτίσει το περιβόλι με το γεράνι -ένα εργαλείο για να βγάζουνε νερό- και εγώ έπεσα μέσα στο πηγάδι! Ευτυχώς ήταν πολύ ρηχό και κατάφερα να βγω - γύρω είχε κόσμο που πότιζε τα περιβόλια και ενώ πονούσα, ντρεπόμουν και έλεγα πως δεν έχω τίποτα! Παίζαμε εμείς τα παιδιά στο λαγκάδι και οι μαμάδες και οι γιαγιάδες πλένανε στις γούρνες κάτω στην πηγή και... άντε να ανεβάσεις πάνω τα ρούχα μετά!

Υπήρχαν παρέες. Οι γέροι κάθονταν στις πεζούλες, κουτσομπολιά μπόλικα, χιούμορ, αστεία, γέλια, πειράγματα και μουσική. Ένας-δύο είχανε και κρυφά ραδιόφωνα. Βεγγέρες κάνανε πολλές. Είμαστε μεγάλοι, νέοι και καμιά 15αριά παιδιά.

Τα Τριφυλλιάνικα βγάλανε ευεργέτη το Νικόλαο Τριφύλλη, ο οποίος άφησε την περιουσία του στo νοσοκομείο, το γηροκομείο και για σπουδές των νέων. Βγήκαν επίσης δύο καλλιτέχνες. Ο ένας είναι ο Καβάκος, που είναι και αυτός Τριφύλλης και ήταν γλύπτης στο Παρίσι, στη Γαλλία. Ο άλλος, ήταν της μάνας μου ο αδελφός, Δημήτριος Τριφύλλης. Είχε προδιάθεση, φαίνεται, της μάνας μου το σόι στη μόρφωση. Κατάφερε και έγινε καλλιτέχνης στην Αμερική και ζωγράφιζε την αριστοκρατία της Νέας Υόρκης. Όταν πήγαμε αργότερα με τον σύζυγό μου στη Νέα Υόρκη, επισκεφθήκαμε τη βίλα του Γουίλιαμ Χιρστ, του μεγαλοεκδότη, και είδαμε εκεί το πορτρέτο ενός από τους Χίρστ που το είχε ζωγραφίσει ο θείος μου. Εντυπωσιακό! Να φύγει από τα Τριφυλλιάνικα και να φτάσει εκεί δεν ήτανε λίγο. Σκέψου ότι πρώτη φορά που έβαλε παπούτσια ήταν όταν έφυγε για την Αμερική.

Επίσης ο μοναδικός αναγνωρισμένος ποιητής των Κυθήρων είναι ο Πάνος Φύλλης ο οποίος ήταν από τα Τριφυλλιάνικα, ήταν Τριφύλλης. 

Προσωπικά, δεν θα έλεγα ότι είμαι καλλιτεχνική φύση. Μου αρέσει πολύ η λογοτεχνία και η κλασική μουσική. Η αδερφή μου όταν ήταν μικρή είχε μια τάση στο βιολί. Είχε έρθει ένας δάσκαλος από τη Σμύρνη και της μάθαινε στο βιολί κλασικά κομμάτια. Κι έτσι αγάπησα την κλασική μουσική επειδή άκουγα την αδερφή μου που έπαιζε. 

 

Παιδικά χρόνια

Θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια με τόση χαρά, τα πέρασα πολύ όμορφα! Μέχρι 6-7 χρονών με πήγαινε με το γάιδαρο η γιαγιά μου από τα Τριφυλλιάνικα στον Ποταμό να επισκεφθώ τους γονείς μου, μετά πήγαινα μόνη μου, με τα πόδια. Όλοι είχανε γαϊδάρους τότε. Όσοι ήταν γεωργοί είχαν πάνω από έναν- ο ένας γιός έπαιρνε τον γάιδαρο και πήγαινε για ξύλα, ο άλλος στα ζώα.

Δημοτικό πήγαινα στον Ποταμό. Διθέσιο ήταν. Όταν κατέλαβαν το σχολείο οι Ιταλοί και οι Γερμανοί κάναμε μάθημα σε ένα σπίτι στον Ποταμό, στην Αγία Τριάδα. Και η Εθνική Τράπεζα λειτούργησε σαν σχολείο για λίγο.

Τα παιδιά της εποχής μου, δεν πέρασαν τόση πολύ φτώχεια, όπως τα προηγούμενα χρόνια. Πολύ λίγα παιδιά ήταν ξυπόλητα και αυτό γιατί είχε αρχίσει η μετανάστευση. Πρώτα για τη Σμύρνη, ύστερα για την Αμερική και την Αυστραλία και είχε έλθει χρήμα στο Τσιρίγο. Ο παππούς- ο πατέρας της μάνας μου -είχε πάει στην Αμερική πριν τον πόλεμο και όταν επέστρεψε, πήρε κανα δυο χωράφια εδώ και είχανε και τρώγανε καλύτερα. Εγώ είχα ρούχα και παπούτσια. Τίποτα καινούριο βέβαια, όλα από τη μεγαλύτερη αδελφή μου, αλλά ήμουνα καλοντυμένη. Ο πατέρας μας που πήγαινε και ψώνιζε εμπορεύματα στην Αθήνα, μέχρι και γαλότσες μου έφερε και μία αδιάβροχη κάπα.

Τρώγαμε καλά, πρασόρυζο ας πούμε, δεν είχαμε ρύζι και το κάναμε με ξινόχοντρο, πολύ νόστιμο. Τώρα τρώνε πολύ κρέας. Εμένα δε μου αρέσει. Ο πατέρας μου, καθώς ήταν ευκατάστατος, έπαιρνε κρέας από τον Ποταμό και τρώγαμε δυο φορές την εβδομάδα. Κυριακή -Δευτέρα ή Σάββατο -Κυριακή. Επειδή δεν υπήρχε ψυγείο, έδενε το κρέας σε μια πάνινη τσάντα και το κρεμούσε μέσα στο πηγάδι για να κρατήσει.

 

Νιότη

Μετά το δημοτικό, έφυγα από τη γιαγιά Παγώνα και πήγα στο γυμνάσιο, στην Χώρα. Τα καλοκαίρια όμως, πήγαινα πάλι και έμενα στη γιαγιά. Στη Χώρα μέναμε οικότροφοι σε ένα σπίτι με τον αδελφό μου. Κάθε βδομάδα μας έστελναν με το φορτηγό οι δικοί μας τρόφιμα. Τους γονείς μας τους βλέπαμε μόνο τις γιορτές. Μια φορά, 3ήμερο Καθαρής Δευτέρας, ανεβήκαμε στον Ποταμό ενώ δεν ήταν προγραμματισμένο και ο πατέρας μου μας μάλωσε που ξοδέψαμε τόσα χρήματα για ναύλα, μόνο για τρεις μέρες επίσκεψη. Έπρεπε να τα υπολογίζουμε αυτά...

Mε τον άντρα μου, το Γιώργο Λευθέρη, γνωριστήκαμε στο σχολείο στην Χώρα. Όταν εκείνος τέλειωνε εγώ πήγαινα. Στη Χώρα ήτανε το λεγόμενο Μπελβεντέρε, τόπος συνάντησης των νέων, περαντζάδα. Κάναμε βόλτες εκεί και κοιτάζαμε τα αγόρια. Ο Γιώργος με κοίταζε, δηλαδή! Φλερτ και ματιές...δεν καταλάβαινα όμως εγώ τότε από αυτά.

Έπαιζα με τα άλλα κορίτσια. Έχω ακόμα μια φίλη από τότε, τη Στέλλα, του γυμνασιάρχη την κόρη, η οποία τώρα ζει στο Λουτράκι. Έχω σχέσεις και με τα παιδιά της.

Εν τω μεταξύ, η αδελφή μου είχε παντρευτεί, τέλειωσε το γυμνάσιο ο αδελφός μου, καθώς ήτανε μεγαλύτερος και έφυγα και εγώ στον Πειραιά να συνεχίσω το σχολείο. Δυσκολεύτηκα πολύ γιατί ένα από τα πρωτεύοντα μαθήματα ήταν τα Γαλλικά κι εμένα δε μου άρεσαν καθόλου. Πήγα τελικά σε ένα νυχτερινό γυμνάσιο, οπού εκεί με πήραν χαμπάρι για επαρχιώτισσα και με πείραζαν. ‘Ήμουν ντροπαλή, κοκκίνιζα πολύ... και τελικά έφυγα και από το νυχτερινό και πήγα στου Παπαϊωάννου το ιδιωτικό, στον Πειραιά.

Ο αδελφός μου πήγε στρατιώτης κατά τη διάρκεια του εμφυλίου και ύστερα ήρθε και σπούδασε αρχιτεκτονική. Στον Πειραιά, έμενα με την αδελφή μου, το σύζυγο και τα παιδιά τους, κοντά στο Δημοτικό Θέατρο. Μέχρι 32-33 χρονών, έμεινα εκεί και δούλευα στο ζαχαροπλαστείο της αδελφής μου, απέναντι από το σιδηροδρομικό σταθμό. Ερχόμουνα και στο νησί να βοηθήσω τη μαμά μου στις ελιές. Την αδελφή μου τη βοηθούσα και στο σπίτι. Όταν πια παντρεύτηκα με βοηθούσε και εκείνη. Είχαμε μεγάλη αγάπη. Υποστήριζε η μία την άλλη.

 

Γάμος

Ο Γιώργος είχε γίνει καπετάνιος στα καράβια, όταν έμαθε ότι ήμουν ακόμα αδέσμευτη-ήθελε οπωσδήποτε να πάρει τσιριγώτισσα-και ήρθε στο ζαχαροπλαστείο και με βρήκε. Δεν του είπα ναι αμέσως, τρία χρόνια περίμενε! Για την εποχή παντρεύτηκα μεγάλη. Η μητέρα μου γκρίνιαζε ότι είμαι γεροντοκόρη. Ο πατέρας μου όμως πίστευε ότι πρέπει να κάνω ό,τι θέλω εγώ. Ήτανε μεγαλωμένος έξω στην Αφρική με Αγγλοσάξονες και ήτανε προοδευτικός.

Στον Πειραιά, τα χρόνια πριν παντρευτώ, δεν ήταν όμορφα. Η δουλειά στο ζαχαροπλαστείο ήταν πολύ δύσκολη και εγώ ήθελα να είμαι ελεύθερη. Βλέπεις, είχα μεγαλώσει με τη γιαγιά μου μέσα στο χωριό και αυτή η φύση μπήκε για πάντα μέσα στην ψυχή μου. Περπατώ τώρα μέσα στις παπαρούνες και έχω ευτυχία. Κι εγώ με το Γιώργο ένιωθα ελευθερία. Έκανα ότι ήθελα. Παντρευτήκαμε στον Πειραιά και μείναμε εκεί για 6-7 χρόνια. Οι γονείς μου ανέβαιναν τακτικά. Τα παιδιά έγιναν αμέσως μετά το γάμο, πρώτα ο Παναγιώτης και μετά από τρία χρόνια η Κατερίνα.

Ο André Maurois λέει κάπου «Να κοιτάξετε τα ελαττώματα αυτού που θα παντρευτείτε και όχι τα προτερήματα και να αναρωτηθείτε: μπορώ να τα ανεχτώ, να ζήσω με αυτά τα ελαττώματα; Γιατί δεν θεραπεύονται, δε θα φτιάξει ούτε αυτός, ούτε εσείς. Αλλά ούτε θα τον φτιάξετε. Θα έχει ελαττώματα».

Ταξίδια

Στα ταξίδια ακολουθούσα συχνά τον άντρα μου μαζί με τα παιδιά. Το πρώτο ταξίδι διήρκησε 8 μήνες- ο Παναγιώτης ήταν μωρό και περπάτησε για πρώτη φορά στο βαπόρι. Μόλις τον βγάλαμε έξω στο λιμάνι, στη στεριά, έκατσε κάτω επειδή ζαλιζόταν. Είχε μάθει να περπατάει στο βαπόρι!

Μπορεί να περνούσαμε και έναν ολόκληρο μήνα σε ένα λιμάνι . Αυστραλία πήγαμε, Ιαπωνία, Αμερική και στην Ευρώπη σχεδόν παντού. Θυμάμαι πολλές ιστορίες.

Όταν ταξίδευε μαζί ο εφοπλιστής του πλοίου, μας έκανε καμιά φορά το τραπέζι. Έχουμε φάει στο ακριβότερο εστιατόριο του Λονδίνου! Μια φορά στο Περού διαμείναμε σε ένα ξενοδοχείο πολυτελέστατο, με χρυσά πόμολα και τέτοιες υπερβολές. Όσα ξόδευε ο εφοπλιστής σε ένα βράδυ, ήταν ο μισθός του Γιώργου, που ήτανε καπετάνιος!

Από την άλλη είδα και πολλή φτώχεια…

Στη Βραζιλία από τη μια μεριά του ποταμού ήταν βίλες από μαύρο γυαλί, με φρουρούς απέξω, και από την άλλη μεριά του ποταμού οι φαβέλες. Η Λατινική Αμερική είναι τελείως διαφορετικός κόσμος. Ζητιάνοι ένα σωρό! Θυμάμαι μια εικόνα: ένα μωρό πολύ μικρούλι, με ένα κεφαλάκι τόσο δα, λέω της Κατερίνας να έρθει να το δει και εκείνο μου άπλωσε το χέρι του και μου ζητιάνεψε! Το βάσταγε η μάνα του, αλλά ήταν τόσο μικρό που μου έκανε εντύπωση! Ή τα είχανε η μανάδες τους στα καρεκλάκια και τρώγανε μαλακωμένο καλαμπόκι... Αυτά είναι φοβερά να τα βλέπεις. Στο Περού θυμάμαι, έδωσα κάτι παπουτσάκια και ρουχαλάκια της Κατερίνας που δεν της κάμανε πια σε έναν εργάτη, εκεί στο λιμάνι και τα φιλούσε ο κακομοίρης. «Αχ ,έλεγε, θα τα πάω στο παιδί μου αυτά!». Ξυπόλητα τα είχαν, αφάγωτα. Φτώχεια. Και στη Βενεζουέλα, έχο

Leave A comment