Μεταφόρτωση της Καταχώρησής Σας
vasiliki Theocharopoulou
0 Comments

Σταθούλα Σουρή

 

 

 

Σταθούλα

 

Ονομάζομαι Σταθούλα Σουρή. Γεννήθηκα στις 20 Αυγούστου του 1929 στο Γερακάρι. Στο Γερακάρι παντρεύτηκα, στο Γερακάρι μεγάλωσα τα παιδιά μου. Όχι στο ίδιο σπίτι. Στου πατέρα μου το σπίτι γεννήθηκα και παντρεύτηκα κιόλας κι ύστερα κάναμε το δικό μας σπίτι, στο Γερακάρι όμως και αυτό.

 

Πήγα μέχρι το δημοτικό σχολείο. Μετά δεν προχώρησα, γιατί έπιασε ο πόλεμος. Εμένα ο πατέρας μου, είχε το πρόγραμμα να γίνω δασκάλα! Όπως για τον αδελφό μου, να τον κάμει παπά και δάσκαλο, για να μείνει στο χωριό! Αλλά έπιασε η κατοχή, ο πόλεμος και μείνανε όλα...στο βρόντο. Μετά στα χωράφια, στα μαγειρέματα.

Σχολείο είχε στον Άγιο Γιάννη. Προγκί - Πετρούνι -Γερακάρι ήτανε μία κοινότητα και ανάμεσα στα τρία χωριά είναι ο Άγιος Γιάννης. Εκεί που είναι η εκκλησία, είχε και το σχολείο. Ακόμα δεν είχε φύγει ο κόσμος και ήταν όλοι εκεί! Όλοι σε χωράφια νταραβεριζόντουσαν. Είχε πολύ κόσμο και το νησί γενικά. Είχε δώδεκα χιλιάδες κόσμο το Τσιρίγο τότε που πήγαινα εγώ σχολείο. Ύστερα κατέβηκε στους δέκα και τώρα κατάντησε να μην έχει ούτε τρεις.

 

 

Μανώλης

 

Με τον άντρα μου γνωριζόμασταν από παιδιά στο χωριό. Ήταν λίγο μεγαλύτερος εκείνος.  Το αίσθημα ήρθε όταν μεγαλώσαμε...(γέλια) Ήρθε και με ζήτησε από τον πατέρα μου. Για την εποχή ήταν καλός ο γάμος μου. Έπαιζε βιολί ο πατέρας μου. Με χόρεψε κιόλας! (γέλια)

 

Κάναμε τέσσερα παιδιά. Το Μηνά, τον Παναγιώτη, τον Κοσμά και την Αντωνία. Τα τρία παιδιά μου τα γέννησα στο σπίτι. Ερχόταν μαμή από τον Καραβά. Για το Μηνά-που ήτανε πρώτος- φέραμε γιατρό από τη Χώρα. Δώσαμε τότε στο γιατρό ένα εκατομμύριο! Την Αντωνία μόνο γέννησα στο Νοσοκομείο.

Ε, και τα παιδιά μου μη νομίζεις, φτωχά τα μεγαλώσαμε γιατί και ο Μανώλης, ο άντρας μου, είχε τραυματιστεί στο στρατό και δεν μπορούσε να πολυ-δουλέψει. Το Σεπτέμβρη του ‘48 πήγε στρατό κι έλειψε δύο-δυόμησι χρόνια. Τον Αύγουστο του ‘49 τραυματίστηκε. Και δεκαοχτώ μήνες πέρασε στο νοσοκομείο, στα Γιάννενα και την Αθήνα. Με τον ανταρτοπόλεμο. Και ύστερα γύρισε και κάναμε το Μηνά πρώτο.

 

 

Η ζωή στο Χωριό

 

Εμείς αγρότες είμασταν, στα χωράφια...‘Ήτανε πιο κουραστικά τότε αλλά πιο ξένοιαστα, δεν είχες αυτό το άγχος να πληρώνεις συνέχεια, δε σ΄έλεγχε ο άλλος- πόσα ζώα έχεις, πόσα κατσίκια να πληρώσεις φόρο, πόσο λάδι μάζωξες- εμπορούσες μάζευες, αν δεν μπορούσες δεν μάζευες, αλλά δεν σε έλεγχε κανένας.

Είχε και εύπορες οικογένειες.Ιδίως εις τον Καραβά πολλοί που είχανε φύγει πριν την Κατοχή κι είχανε πάει στην Αυστραλία κι ύστερα ήρθανε μόλις άνοιξε η γραμμή από την Αυστραλία ή την Αμερική, κάμανε λεφτά και χτίσανε στον Καραβά τα περισσότερα σπίτια που είναι καλοδιατηρημένα. Αλλά δεν είχανε να πληρώνουνε φόρους, δεν είχανε τίποτα, δεν τους έλεγχε κανένας.

Ήτανε ανθρώποι που βοηθούσαν και ανθρώποι που κοιτάζανε να πάρουν από τους φτωχούς..όπως γίνεται και σήμερα. Είχε ανθρώπους-στον Καραβά που ξέρω εγώ γιατί πήγαινε ο πατέρας μου- που ρχόντουσαν από την Αμερική και την Αυστραλία και κάθε μέρα γλέντια κάνανε, κάθε μέρα! Και ο πατέρας μου έπαιρνε λεφτά από αυτά τα σπίτια, μεροκάματο-γιατί έπαιζε, αλλά του βγαινε η Παναγία...

 

 

Σε ένα γάμο, από την Πέμπτη το πρωί έφυγε ο πατέρας μου και πήγε στα Αρωνιάδικα για να κατεβάσουνε στον Καραβά τα προικιά. Από την Πέμπτη, και πότε μας ήρθε στο Γερακάρι; Τη Δευτέρα το βράδύ! Και ούτε τηλέφωνα τότε, τίποτα. Και η μάνα μου ανησυχούσε, λέει τι γίνηκε αυτός ο άνθρωπος και δεν ξέρω ποιον εβρήκε και της είπανε ότι είναι στον Καραβά και παίζει βιολί...μας ήρθε Δευτέρα βράδυ, από την Πέμπτη το πρωί...

 

Δε θυμάμαι πότε πρωτομπήκε τηλέφωνο στο χωριό...Πάντως μετά το 60 ήτανε. Πρώτα είχαμε στον Άγιο Γιάννη ένα τηλέφωνο, στο σχολείο, και άμα ήθελε κανένας εκεί πήγαινε.

 

Αν κάποιος αρρώσταινε πήγαινε στον Ποταμό, όπως μπορούσε ο καθένας, δεν είχε αμάξι τότε. Θυμάμαι μια ξαδέρφη μου, την Τασία, που είχε χτυπήσει-καμιά δεκαριά χρονών ήτανε τότε- κι έπεσε κάτω και χτύπησε πολύ, με τρύπες στο κεφάλι να τρέχουν τα αίματα... Και την επήρε η μάνα μου στο γάιδαρο καβάλα και την έφερε στον Ποταμό στο γιατρό.

Όπως άλλη φορά εμένα ο Κοσμάς, μού πεσε πίσω εκεί στ’αγριοκάλαμο, μικρό ήτανε, δεν επήγαινε σχολείο ακόμα, 5 χρονών. Κόβαμε ξύλα, Σεπτέμβρης μήνας ήτανε, έπαιζε το παιδί και μου πέφτει από ένα τοίχο κι έχει πέτρες και χτυπάει. Εδώ πίσω στον αυχένα, γι’αυτό φοβηθήκαμε...Και το παίρνω από κει που είναι μισή ώρα το λιγότερο να βγεις στο Γερακάρι, το παίρνω καβάλα στην αγκαλιά μου και το φέρνω στον Ποταμό, στο νοσοκομείο. Κι ήτανε ο –Θεός σ’χωρέστον- ο Μουσούρης και με βοήθησε, περίμενα κανά δυο ώρες μέχρι να συνέλθει το παιδί, το πήρα και φύγαμε.

 

Απώλειες, Θεέ μου φύλαγε, δεν είχαμε σημαντικές.

Και πυρκαγιά έτυχε, και σεισμό έτυχε που βγήκαμε όλοι και πήγαμε σε ένα χωράφι έξω στο Γερακάρι και στρώσαμε και κοιμηθήκαμε εκεί έξω, τα παιδιά ήταν μικρά. Το 50, το 60, δε θυμάμαι καημένη πότε ήταν αυτό.

 

 

Πατέρας Παναγιώτης

 

Ο πατέρας μου, Παναγιώτης, από μικρός είχε μεγαλώσει στον Πειραία. Ο παππούς μου είχε εννέα παιδιά. Είχε καφενείο στον Πειραιά. Μόλις έβγαλε το δημοτικό σχολείο, ο πατέρας μου επήγαινε στην σχολή για μηχανικός για τα καράβια, αλλά είχε την ατυχία και από την πρώτη χρονιά, δεκατριών χρονών, στο εργοστάσιο έγινε μια έκρηξη, και τυφλώθηκε. Ο αρχηγός του,σκοτώθηκε 50 χρονών. Ένας άλλος τραυματίστηκε σοβαρά. Ο πατέρας μου τυφλώθηκε. Μπίτι. Και τότε δεν ήτανε μηχανήματα για να γίνει καλά. Έπαθε το ατύχημα στον Πειραιά και ύστερα ήρθε εδώ. Γνώρισε τη μάνα μου, εδώ στο Γερακάρι. Όταν παντρεύτηκαν, εκείνη ήταν 19 χρονών και εκείνος 23. Κάνανε τέσσερα παιδιά. Εγώ η μεγαλύτερη, η Κλεαρέτη μετά που είναι στην Αυστραλία, η Ευγενία η τρίτη που είναι στον Πειραιά και ο Κοσμάς ο αδελφός μου, που είναι στην Αυστραλία και αυτός.  

 

Ήρθε λοιπόν εδώ, γιατί στον Πειραιά τι να έκανε που ήτανε τυφλός; Εδώ, έκανε διάφορες δουλειές, είχε φτιάξει ένα μαγαζάκι εκεί στο σπίτι από κάτω, με διάφορα εργαλεία και έφτιαχνε σύνεργα, αυτά που οργώνουνε, ζυγούς, καρέκλες, ό,τι ήθελες έφτιαχνε. Μέχρι ντουλάπα! Και την έχει ακόμα στο Γερακάρι, την έχει ο αδελφός μου!

Είχε ράφια με όλα τα εργαλεία και τα είχε το ένα κρεμασμένο δίπλα στο άλλο και τα βρισκε. Άμα πήγαινε κανείς να πάρει κάποιο εργαλείο, του λεγε : “θα το πάρεις αλλά θα το βάλεις εκεί που είναι!”,για να ξέρει να το βρεί.

 

Του πατέρα μου το σόι τους λέγανε Διονυσιάνους, επειδή λέγανε τον παππού του Διονύση...κι ύστερα κι εμείς είμαστε Διονυσάκια...μας λέγαν και του τυφλού τα παιδιά, του Αόμματου.

 

 

 

 

 

 

 

Ο Ποταμός ήταν το κεντρο από τότε και ο Καραβάς ήτανε δεύτερο κέντρο. Εμείς είχαμε μεγάλη σχέση με τον Καραβά. Θυμάμαι, ο πατέρας μου με έστελνε 6 χρονών για να ψωνίζω. Και μια φορά, μου δίνει ένα μπουκάλι, να πάω στον Καραβά, στον Αγιο Χαράλαμπο απ’ έξω που είναι ένα μαγαζί, να του πάρω λάδι της μπογιάς, που έβαφε κάτι καρέκλες. Στο δρόμο, ερχόμενη για το Γερακάρι, βρίσκω μια κοπέλα από το Προγκί που ήταν μεγαλύτερη 5-6 χρόνια και όπως το βαστούσα σε ένα στραϊστράκι και είχα μέσα το μπουκάλι, μου λέει να το κάνω κύκλους, αλλά εκείνη ήτανε ψηλή και όπως πάω εγώ να το γυρίσω, βρίσκει χάμω το μπουκάλι και σπάει! Χύνεται το λάδι όλο! Τέλος πάντων, το πάιρνω το στράιστρο όπως ήτανε και σούρνονται τα λάδια και πάω στο Γερακάρι κλαμμένη. Ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος λογικός...Θεός σ’χωρέστονα...Εκείνος το ΄ξερε ο κακομοίρης...γιατί και λεφτά έχασε που έδινε, και το μπουκάλι και όλα. Δε με μάλωσε όμως, όχι.

Μια φορά μόνο, είχε γίνει μια παρεξήγηση. Εγω χαιρέτησα μια ξαδέλφη μου που περνούσε έξω από το σπίτι και αυτή πήγε και είπε πως εγώ την κορόιδευα και πως τη μούτζωνα. Όταν ήρθαν και το είπανε του πατέρα μου, εκείνος με έπιασε τόσο σφιχτά από τα χέρια, που εγώ από τον φόβο μου κατουρήθηκα. Εν τω μεταξύ, η μάνα μου με τη γιαγιά μου,ακούσανε την φασαρία. Κατεβαίνει κάτω η γιαγιά μου, και αρχινά τον πατέρα μου... Από τότε ο πατέρας μου λέει “να μου κοπούνε τα χέρια, αν θα ξαναδείρω παιδί μου!” και δε μας εξανάδειρε ποτε! Το θυμάμαι σαν τώρα... Ήμουνα μικρή, το θυμάμαι όμως... αυτα καταγράφονται.

 

Βεγγέρες κι εκδρομές 

 

Ο πατέρας μου πήγαινε και μάθαινε από μικρός, βιολί και λαούτο σε έναν κύριο στον Ποταμό. Έκανε γλέντια τρικούβερτα στον Καραβά. Όλοι ζητούσαν τον Παναγιώτη για βιολιτζή. Και έπαιρνε για λαγουτιέρη όποιον τύχαινε.

Έπαιζε νησιώτικα αλλά και διάφορα ευρωπαϊκά, ταγκό, βάλς ,διπλό , πόλκα, καντρίλιες, που αλλάζανε ζευγάρια και εκεί που ήταν να αλλάξουνε ζευγάρια, έκανε μια μπαπ στο βιολί και σταμάταγε και αλλάζανε τα ζευγαρια και αμέσως ξεκίναγε πάλι το σκοπό.

 

Οι βεγγέρες γίνονταν τακτικά. Και γιορτές να μην είχε, πηγαίνανε. Ο πατέρας μου στον Καραβά είχε κουμπάρους, και πηγαίναμε συχνά. Μετά ερχόντουσαν και αυτοί στο Γερακάρι και άλλοι συγγενείς. Του Αγίου Αντωνίου που εόρταζε η μάνα μου το ξενυχτούσανε όλη νύχτα στο σπίτι μας στο Γερακάρι. Όοοολη νύχτα! Δεν καθόντουσαν καθόλου και θυμάμαι μια φορά που ήμουνα 8...7 χρονών, με στείλανε από το Γερακάρι στο Πετρούνι να τους πάρω τσιγάρα, 10 η ώρα τη νύχτα ήταν...Χειμώνας. Να βροντά και ν’ αστράφτει! Η μάνα μου δεν το ξερε. Νταλαβεριζότανε στην κουζίνα να φτιάχνει μεζέδες, αφού όλη μέρα δούλευε στα χωράφια, η δόλια. Ύστερα η μάνα φώναζε εμένα, εγώ δεν ήμουνα βέβαια να της απαντήσω. Όταν της είπαν που με είχανε στείλει, η μάνα μου πανικοβλήθηκε.  «Εστέιλατε το παιδί μοναχό στο Πετρούνι τέτοια ώρα»; Εφύγανε λοιπόν 1-2 κι ήρθανε πέρα εκεί και με προϋπαντήσανε. Εν τω μεταξύ, μου είχανε δώσει ένα φανάρι, αλλά ο αέρας ο πολύς μου το’ σβησε και πήγαινα στα σκοτεινά. Τώρα σκέψου 7 χρονών παιδί να πηγαίνω τόσο δρόμο...κι ύστερα που δώσανε κάτι ψιλολοΪδια λεφτα, 50αράκια, και γω νόμιζα πως ήμουν βασίλισσα αχαχαχαχ (γέλια)..Τώρα πολλές φορές που το σκέφτομαι λέω η κακομοίρα η μάνα μου, να τρελαθεί άμα της είπανε ότι έχω πάει στο Πετρούνι....Το Πετρούνι, το Γερακάρι είχαν τότε περισσότερη ζωή. Τότε μαζευόμαστε 100 τόσα άτομα, μαζευόμαστε καμιά 20αριά παιδιά και βάζαμε τον πατέρα μου και του λέγαμε :”Μπαμπά παίξε μας βιολί να χορέψομε” βράδυ τώρα και καθόταν ο πατέρας μου. Όλη μέρα πολεμούσε κάτω στο μαγαζάκι και καθόταν μετά και μας έπαιζε βιολί και χορεύαμε εμείς....

 

Και στα Μυρτίδια πήγαινα από μικρή με τον πατέρα μου που έπαιζε βιολί. Θυμάμαι μια φορά πήγαμε με τους γαϊδάρους, ο πατέρας μου με το βιολί κι ο άλλος με το λαγούτο και η μάνα μου μαζί και αυτοί παίζανε όλη νύχτα στην πάνω αυλή, εκεί στα Μυρτίδια. Υπήρχαν άλλα όργανα στη μια αυλή, άλλα όργανα στην άλλη, ήταν τρεις κομπανίες και παίζαν μέχρι το πρωί που χτύπησε η καμπάνα για τη λειτουργία. Και φύγαμε από το χορό και πήγαμε στην εκκλησία.

 

Ό,τι είχαμε φοράγαμε, πού είχαμε τότε ρούχα, ένα φουστάνι είχαμε πλύνε-βάλε. Παπούτσια είχαμε ένα ζευγάρι σχολεινά να φοράμε κι ένα για κάθε μέρα. Δεν μας αφήναν πότε ξυπόλυτα, αλλά δεν είχαμε κι αυτά που έχουμε τώρα...

 

Πηγαίναμε στη θάλασσα από μικρά γιατί είχαμε και χωράφια εκεί κατά τον Αγιο Νικόλα. Στο Αμμούτσι, στο Ρούτσουνα πηγαίναμε και καθόμασταν 10-15 μέρες.

 

Κατοχή

 

Την περίοδο της κατοχής είχε πολύ κόσμο. Γιατί είχανε μαζευτεί, όλοι όσοι ήντουσαν στην Αθήνα, στον Πειραιά και είχανε χωράφια εδώ. Εγώ θυμάμαι που ήμασταν με τον παππού μου, του πατέρα μου τον πατέρα και τη μανα του, το σπίτι τους ήτανε δίπλα στο δικό μας. Ήμαστε 6 άτομα εμείς-4 παιδιά και 2 η μάνα μου και ο πατέρας μου - και 2 ο παππούς με τη γιαγιά, 8, και μαζευόμαστε 20-25 στο τραπέζι. Βάζαμε ό,τι μπορούσαμε. Χόρτα από τα περιβόλια, κουκιά πολλά, φάβα, χόντρο πληγούρι, κι από στάρι αλέθαμε και κάναμε χυλοπίτες, τραχανά. Κάναμε όλοι στα σπίτια μας πολλά τέτοια. Γεμίζαμε ντενεκέδες και είχαμε όλο τον χρόνο. Λέγαμε ”δεν έχεις εσύ; πάρε μωρέ να μαγειρέψεις και εσύ!” Γινόντουσαν και ανταλλαγές!

Φτιάχναμε και τυρί. Και σε περίπτωση που δεν είχαμε ψωμί στην κατοχή, κόβαμε το τυρί σαν ψωμί και το τρώγαμε. Τυράκι είχαμε δικό μας από τις κατσίκες και τα πρόβατα.Και τα κάναμε όλα, μικροι και μεγάλοι!

Δε θυμάμαι να πεινούσαμε, να’ναι καλά οι δικοί μου δεν μας αφήσαν να πεινάσουμε. Θυμάμαι τον πατέρα μου και στην Κατοχή που πήγαινε σε διάφορα σπίτια κι έφτιαχνε σύνεργα κι έβγαζαν και τους κερνάγανε- το ψωμί που του δίνανε να φάει αυτός τό βαζε στην τσέπη του και μας το φερνε στο σπίτι...

Εκάναμε σύκα ξερά. Και χαρούπια, αυτά τα γλυκά, τα ήμερα, τα αφρίζαμε και είχαμε όλον τον καιρό. Το χαρούπι μας ευχαριστούσε πολύ και το τρώγαμε και με ελιές. Φτιάχναμε χαρουπόψωμο, χαρουπόπιτες. Καλαμπόκι δεν είχαμε εδώ, καμιά φορά μας δίνανε δελτίο και φτιάχναμε μπομπότα.

Τα βράδυα ιδίως τον χειμώνα, που η νύχτα είναι μεγάλη, ερχόντουσαν οι γειτόνοι και αποσπερίζανε.“Μπαρμπα-Παναγιώτη θα μας παίξεις βιολί;” και αρχινάγαμε και πολλές φορές ξημερωνόμαστε, άλλη μέρα πηγαίναμε εμείς σε άλλο σπίτι. Κάθε μέρα σχεδόν κάπου αποσπερίζαμε.......

 

 

Αυστραλία

 

Εγώ μόλις τελείωνε η κατοχή και μόλις άνοιγε η γραμμή, του κάνω ένα γράμμα, του μπάρμπα μου, μήπως μπορεί να με πάρει στην Αυστραλία. δεν έλαβα απάντηση καθόλου. Από τότε ούτε που ήθελα να φύγω...(γέλια)

Ο Κοσμάς έφυγε πρώτα (14 χρονών) και ύστερα η Κλεαρέτη, το 54, όταν ο Μηνάς, ο δικός μου, ήταν 2 χρονών.

Ο Κοσμάς πήγε μαζί με έναν ξάδελφό μου, που ήτανε 6 μήνες μεγαλύτερος. Φύγανε μαζί, τα πήρε ένας μπάρμπας μου να δουλεύουν στα χωράφια και στα ζώα. Γιατί ο μπάρμπας μου είχε φάρμα ίσαμε το Τσιρίγο! Είχε γελάδια και πρόβατα.

Δουλεύανε μαζί με κάτι Ιταλούς. Ούτε γλώσσα ξέρανε να συνεννοηθούν, ούτε τίποτα. Και μια φορά εδιψάγανε πολύ και κάνανε στους Ιταλούς νοήματα για νερό κα

Leave A comment