Kytherian Migration to Australia
ΚYΘHΡΑΪΚΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ
ΕΠΟΙΚΗΣΗ, ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
Το 1716 οι Έλληνες αναγνώστες γνώριzαν τις πρώτες νεφελώδεις χαρτογραφικές αναφορές για την Αυστραλία, ως χώρα με το όνομα Νέα Ολλανδική Γη, από το φοιτητή της Θεολογίας του Πανεπιστημίου της Padua Χρύσανθο Νοταρά, το μετέπειτα Πατριάρχη Ιεροσολύμων, ο οποίος φιλοτέχνησε τον πρώτο παγκόσμιο χάρτη στην Ελληνική (1). Ένας άλλος κληρικός, ο Μελέτιος, που αργότερα εκλέχθηκε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, την ίδια εποχή εξέδωσε βιβλίο με θέμα τις Άγνωστες Χώρες του κόσμου (1728) και αναφερόταν στην Αυστραλία ως Νέα Ολλανδία (2). Μετά το 1832 τα διδακτικά βιβλία γεωγραφίας του ελεύθερου βασιλείου της Ελλάδας έκαμναν κάποια αναφορά στην Αυστραλία, ως Νέα Ολλανδία, αλλά διαπίστωναν πειστικά, για λογαριασμό των μαθητών, ότι «ελάχιστα είναι γνωστά για τη χώρα αυτή και ανάξια λόγου», ενώ περιοδικά των Αθηνών, το 1856, προέβαιναν σε αυθαίρετες και ανακριβείς διαπιστώσεις (3) προς εντυπωσιασμό.
Σκοτεινή παρέμενε επίσης η ταυτότητα του πρώτου Έλληνα που πάτησε το πόδι του στην Αυστραλία, αφού και ο Ιωάννης Δ. Κομηνός, που εξέδωσε το πρώτο βιβλίο στην Ελληνική το 1916, των Κοσμά Ανδρόνικου και Γ. Κένταυρου (4) κατέληγε ότι ήταν αυτό δυσκολότερη υπόθεση από την εξερεύνηση του βόρειου πόλου. Αλλά και μέχρι το 1950, οι απόψεις έγγραφων πηγών της Ελλάδας (5) τόνιζαν ότι τόσο αλληλοσυγκρουόμενες είναι οι απόψεις που επικρατούν για τους Έλληνες της Αυστραλίας, που αν κάποτε γραφεί η ιστορία των Ελλήνων εποίκων της Αυστραλίας, είναι πιθανόν, ως πρώτος Έλληνας της Ωκεανίας, να αναφέρεται ο Μέγας Αλέξανδρος ή ενδεχομένως ο Αθανάσιος Διάκος. Τέλος, «φευγαλέες» ιστορικές αναφορές για τους Έλληνες της Αυστραλίας εμφανίσθηκαν, κυρίως σε άρθρα αγγλόγλωσσων εφημερίδων και ιστορικά κείμενα Αυστραλών και βρετανών ιστορικών.
Από το 1913, έτος έκδοσης της πρώτης εφημερίδας με τίτλο Αυστραλία και τo 1916 με την έκδοση στη Μελβούρνη του πρώτου ελληνικού βιβλίου από τον Ιωάννη Δ. Κομηνό αρχίζει ουσιαστικά η καταγραφή των χαρακτηριστικών της ελληνικής εποίκησης στην Αυστραλία. Ωστόσο, είναι πλέον εξακριβωμένο ότι Αιγαιάτες τυχοδιώκτες ναυτικοί, κυρίως Υδραίοι και Χιώτες φιλοπερίεργοι θαλασσοπόροι, ήσαν οι πρώτοι έποικοι, που εγκαταστάθηκαν στις νέες χώρες της Αυστραλίας και Λατινικής Αμερικής, στις αρχές του 19ου αιώνα. Η πρώτη όμως ουσιαστική εγκατάσταση Ελλήνων ξεκίνησε στα 1870 από Χιώτες στην Αργεντινή και Ουρουγουάη και από Κυθήριους εποίκους στην Αυστραλία. Οι πρωτοπόροι Τσιριγώτες ενισχυόμενοι, δέκα χρόνια αργότερα (1880), από Ιθακησίους χρυσοθήρες μετανάστες στην Αυστραλία, έθεσαν τις βάσεις της οργάνωσης του Ελληνισμού, ίδρυσαν τις πρώτες Κοινότητες στα παλιά οθωμανικά πρότυπα, τους ναούς και τα σχολεία των Ελλήνων, καθιέρωσαν το φαινόμενο των επαρχιακών μικροεστιατορίων και διεκδίκησαν με πείσμα την ηγεσία των παροικιών, οι οποίες αναδύθηκαν μέσα σε κλίμα αμφισβήτησης, καχυποψίας και κατατρεγμού από την αποικιοκρατική βρετανική κοινωνία.
Στην εισήγηση αυτή κωδικοποιούνται τα τέσσερα βασικότερα χαρακτηριστικά της κυθηραϊκής εποίκησης στην Αυστραλία, τα οποία τη στοιχειοθετούν και τη διαφοροποιούν σε σχέση με άλλες πατριές. Το πρώτο χαρακτηριστικό της έχει σχέση με το ύφος, το είδος και το μέγεθος της κυθηραϊκής μετανάστευσης. Το δεύτερο αναφέρεται στην πρωτοπορία της κυθηραϊκής εποίκησης στην Αυστραλία και στις δομές της κοινωνικής οργάνωσης και κοινωικο-οικονομικής συγκρότησης. Το τρίτο χαρακτηριστικό αναλύει την πολιτιστική προσφορά και τις σχέσεις που ανέπτυξαν με τις άλλες πατριές των Ελλήνων. Το τέταρτο χαρακτηριστικό της κυθηραϊκής μετανάστευσης εστιάζεται στους περιορισμούς που άσκησε το σύνδρομο του εθνοτοπικού σωβινισμού.
1. Tο ύφος, είδος και μέγεθος της κυθηραϊκής μετανάστευσης.
Κυθήριοι και Ιθακήσιοι ήσαν οι πρώτοι από τους Έλληνες μετανάστες που ανακάλυψαν τη βρετανική αποικία της Αυστραλίας, αφού τα Κύθηρα αποτελούσαν βρετανικό προτεκτοράτο και ενθαρρυνόταν η εποίκηση στις κτήσεις της αυτοκρατορίας. Οι πρώτοι Κυθήριοι, που αποφάσισαν να εποικήσουν τη μακρινή πράσινη ήπειρο του Νότου, πριμοδοτούνταν από την αποικιοκρατική κυβέρνηση με επιχορήγηση των ναύλων τους ύψους πέντε λιρών. Η πρώτη επιλογή των Κυθήριων πρωτοπόρων ήσαν οι ΗΠΑ, ωστόσο μετά τους αυστηρούς περιορισμούς που ασκήθηκαν εκεί το 1923, η Αυστραλία κατέστη η επόμενη επιλογή τους ως γη ευκαιριών.
Συνολικά 3.500 Κυθήριοι εγκαταστάθηκαν στην Αυστραλία στα πλαίσια της αλυσιδωτής μετανάστευσης, ανεβάζοντας το συνολικό αριθμό της παροικίας των Κυθηρίων το 2004, σε βάθος τεσσάρων γενεών, σε 9500 άτομα, αριθμό τριπλάσιο από αυτόν της Μητρόπολης. Kύριοι προορισμοί των Κυθηρίων υπήρξαν το Σύδνεϋ και οι κωμοπόλεις της Νέας Νοτίου Ουαλίας, η Βρισβάνη, η Καμπέρρα, το Χόμπαρτ και η Μελβούρνη. Το 2004, είχαν εντοπισθεί στην περιοχή Πρωτευούσης της Αυστραλίας και περιχώρων 132 οικογένειες, εκ των οποίων τουλάχιστον ο ένας εκ των γονέων ήταν Κυθήριος. Μόνον η δυναστεία των Κομηνών, που ξεκίνησε η Οδύσσεια των μελών της στην Αυστραλία στα 1884 από τον Καραβά των Κυθήρων, ανέρχεται σε 147 μέλη.(6) Συγκεκριμένα, 4600 Κυθήριοι υπολογίζεται ότι διαμένουν στη ΝΝΟ, 1800 στην Κουησλάνδη, 1000 στη Βικτώρια, 600 στην περιοχή της πρωτεύουσας, και οι υπόλοιποι στην Τασμανία και σε άλλες περιοχές της Αυστραλίας.
Οι περισσότεροι από τους πρώτους μετανάστες ήσαν ηλικίας 8 έως 17 ετών, νεότερα μέλη πολυμελών οικογενειών, που μετανάστευαν ασυνόδευτοι, πολλές φορές θύματα εκμετάλλευσης και παιδικής δουλείας. Ο ενδεκάχρονος Πλάτων Λεβαντής, ύστερα από περιπλάνηση 47 ημερών στα λιμάνια της Αιγύπτου, αναμένοντας το Ιταλικό ατμόπλοιο Pena, που θα τον μετέφερε στην Αυστραλία, περιγράφει το δραματικό ταξίδι προς την Αυστραλία:
Πλήρωσα 230 στερλίνες για το ταξίδι μου μέσω Αλεξανδρείας και Πόρτ Σάϊντ. Την εποχή αυτή ο εβδομαδιαίος μισθός στην Αυστραλία για επτά ημέρες εργασίας ήταν τρεις στερλίνες. Το Pena ήταν περίπου 2500 τόνων και μετέφερε 1000 επιβάτες, εκ των οποίων οι περισσότεροι ήσαν Βρετανοί. Δεν είχαμε οι πιο πολλοί καμπίνα, ούτε κρεβάτια, ούτε και σαλόνι για να αναπαυτούμε. Ήμασταν αναγκασμένοι να κοιμόμαστε στο κατάστρωμα, αν και είχαμε πληρώσει πλήρες εισιτήριο για καμπίνα στους επιτήδειους ταξιδιωτικούς πράκτορες, οι οποίοι πρόσεχαν μόνον τους Βρετανούς. Το φαγητό ήταν σχετικά καλό. Στη διάρκεια του ταξιδιού αρρώστησα σοβαρά από την εξάντληση και θα πέθαινα δίχως άλλο, αν δεν επαναστατούσαν σε βάρος του Ιταλού καπετάνιου ορισμένοι Έλληνες, που με λυπήθηκαν γιατί δεν είχα κανέναν να με προστατεύσει. Υπέκυψε ο καπετάνιος και μου έδωσε καμπίνα, όταν κοντεύαμε πλέον να περάσουμε τον Ινδικό Ωκεανό. Όταν φθάσαμε στο Fremantle πολλοί πήραν το τραίνο για τη Μελβούρνη και το Σύδνεϋ γιατί δεν ήθελαν να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους άλλες 12 ημέρες στο Νότιο Ωκεανό. Στο λιμάνι της Μελβούρνης με περίμενε ο πατέρας μου, ανεβασμένος σ’ ένα βαρέλι. Κρατούσα τη φωτογραφία του, αφού θα τον συναντούσα για πρώτη φορά στη ζωή μου, ύστερα από 11 χρόνια. Μόλις ξεμπάρκαρα, με πήρε στο εμπορικό ενός Τσιριγώτη και μου αγόρασε καινούρια ρούχα και υποδήματα. Το βράδυ πήραμε το τραίνο για το Goulbourn, όπου ο πατέρας μου διατηρούσε μανάβικο. Φθάσαμε την άλλη μέρα. Σουρούπωνε…
(Συνέντευξη Πλάτωνα Λεβαντή, 1 Οκτωβρίου 1997, ΕΚΕΜΕ, Πανεπιστήμιο La Trobe)
Η μετανάστευσή τους ακολούθησε τα πρότυπα της αλυσιδωτής μετανάστευσης οδηγώντας σε μεταφύτευση ολόκληρα χωριά ελληνικών νησιών στην Αυστραλία. Στην περίπτωση των Κυθήρων, ο συνολικός αριθμός της παροικίας των Κυθηρίων της Αυστραλίας είναι σχεδόν τριπλάσιος από το σύνολο του μόνιμου πληθυσμού της μητρόπολης. Οι πρωτοπόροι των δύο αυτών πατριών, ο Θιακός Γεώργιος Μορφέσης, που εγκαταστάθηκε στη Μελβούρνη (1849), και ο Τσιριγώτης Αθανάσιος Κομνηνός, που εποίκησε το Σύδνεϋ (1873), καθόρισαν και τη μορφή της κοινωνικής συγκρότησης των συντοπιτών τους. Ίδρυσαν τα πρώτα οστρεοεμπορικά καταστήματα, κυρίως εστιατόρια και μαγαζιά συσκευασίας και διανομής στρειδιών και οργάνωσαν τις βάσεις και τις προϋποθέσεις εργοδότησης και προστασίας εκατοντάδων συντοπιτών τους που άρχισαν να καταφθάνουν σε μεγάλους αριθμούς μετά το 1880.
Στη διάρκεια του μεσοπολέμου, Κυθήριοι επιχειρηματίες εξαπλώθηκαν στην αχανή ύπαιθρο της ανατολικής Αυστραλίας καλύπτοντας έκταση διαμέτρου 3000 χιλιομέτρων με συμπαγείς εστίες το Σύδνεϋ, Βρισβάνη, Καμπέρρα και Μελβούρνη. Εκεί διαμόρφωσαν κονσόρτια συνεργασίας με συντοπίτες και συγγενείς τους, ίδρυσαν εκατοντάδες εστιατόρια και κοινοπραξίες ακινήτων, συνέπυξαν αδελφότητες και Κοινότητες και ανέπτυξαν πολιτιστική και κοινωνική δράση. (7)
Οι πρώτοι Κυθήριοι, στην ολότητά τους σχεδόν νεαροί άνδρες, ζήτησαν άσυλο και προστασία στις μικροεπιχειρήσεις των συντοπιτών τους στο Σύδνεϋ, οι οποίοι το 1916 διατηρούσαν το 52% όλων των ελληνικών επιχειρήσεων της πόλης. (8) Οι Κυθήριοι μέχρι το 1924, που άρχισε μαζικότερη μετανάστευση Ελλήνων από την ηπειρωτική Ελλάδα, αποτελούσαν το 68% του συνολικού αριθμού των Ελλήνων μεταναστών του Σύδνεϋ και το 54% της Βρισβάνης. Οι περισσότεροι συναθροίζονταν σε κομμούνες τεσσάρων-πέντε εργένηδων σε αυτοσχέδιες κατοικίες στο πίσω μέρος ή στους επάνω ορόφους των εστιατορίων τους για να εξοικονομήσουν το ποσό που απαιτούνταν, προκειμένου να ιδρύσουν δική τους επιχείρηση, μετά την αποπληρωμή των εισιτιτηρίων και των οφελών που είχε καταβάλει ο εγγυητής Τσιριγώτης.
Ωστόσο σε έξαρση βρισκόταν η εκμετάλλευση των πρωτοπόρων μεταναστών από τα ταξιδιωτικά γραφεία, αλλά και από συγγενείς και γνωστούς συντοπίτες που ήσαν ήδη εγκαταστημένοι στην Αυστραλία και επέστρεφαν είτε για να παντρευτούν είτε για να στρατολογήσουν στα ρεστοράνια τους παιδιά και εφήβους με αντάλλαγμα τα ναύλα των παιδιών της πενίας προς την Αυστραλία. Το εμπόριο μεταναστών επιδείνωναν και άλλες μεθοδεύσεις εκμετάλλευσης των πρωτοπόρων, αφού οργίαζαν οι ύποπτες παρακρατήσεις μισθών, η ιδιοποίηση τελών από εμπορικά πλοία, οι πωλήσεις διαβατηρίων, λ.χ. σε υπηκόους της Ρουμανίας ελληνικής καταγωγής, η εργοδότηση κάτω από απάνθρωπες συνθήκες καταναγκασμού. Ιδιαίτερα ευαίσθητο ήταν και το θέμα της παράνομης εισαγωγής εργατικών χειρών, που απαγορευόταν από τους νόμους και το σύνταγμα της χώρας και της εμπορίας ανήλικων παιδιών από την Ελλάδα, με το σύστημα της «προστασίας» και «κηδεμονίας», που μεθοδευόταν από συγγενικά πρόσωπα της συγκεκριμένης οικογένειας. Οι ανήλικοι μετανάστες προέρχονταν συνήθως από πολύτεκνες οικογένειες ακτημόνων από φτωχά νησιώτικα χωριά, την Πελοπόννησο και τη Μακεδονία. Οι «νονοί» ήσαν συνήθως μικροεπαγγελματίες, μεταπράτες έμποροι ή ιδιοκτήτες καταστημάτων, που γνώριζαν τη γλώσσα και το σύστημα της διοίκησης της χώρας για να προφυλάγονται. Δεκάδες παιδιά από τα Κύθηρα, βρέθηκαν ασυνόδευτα στην Αυστραλία και στις χώρες της Λατινικής Αμερικής υπό την κηδεμονία συγγενών τους για να έργαστούν, κάτω από απάνθρωπες συνθήκες. Τα περισσότερα από τα παιδιά αυτά οδηγήθηκαν στις κουζίνες των εστιατορίων και καφενείων, σε κουρεία, ραφτάδικα, φρουτάδικα και στα επαγγέλματα του δρόμου και των λαϊκών αγορών, ως πλανόδιοι πωλητές τροφίμων, λούστροι και βοηθοί μαγείρων. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι ανήλικοι αυτοί εργάτες υποχρεώνονταν να εργάζονται από την ανατολή μέχρι τη δύση, να κοιμούνται αρκετές φορές δύο και τρεις μαζί σε κομμούνες που έστηναν οι «νονοί». Αρχικά, μέχρι να εξοφλήσουν τα χρήματα που είχε καταβάλει για τη μεταφορά τους ο «νονός», εργάζονταν χωρίς απολαβή πέρα από τη σίτισή τους και, στη συνέχεια, από το γλίσχρο μισθό τους αφαιρούνταν τα έξοδα διαμονής και συντήρησης.
Οι ανήλικοι μετανάστες εκτελούσαν συνήθως χρέη βοηθού στις κουζίνες των μικροεστιατορίων, έτριβαν τα πατώματα, έκοβαν ξύλα, καθάριζαν και άναβαν τα καζάνια και τους φούρνους τα ξημερώματα για να πλύνουν τα πιάτα δεκαοκτώ ώρες αργότερα, πριν κοιμηθούν. Η απαλλαγή τους από το συγκαλυμμένο αυτό δουλεμπόριο Ελλήνων από Έλληνες τερματιζόταν σχεδόν 3-4 χρόνια αργότερα με την εξόφληση των χρεών, που είχε αναλάβει η οικογένεια του ανήλικου μετανάστη έναντι του «νονού», ο οποίος συνήθως ήταν γνωστός ή συγγενής της οικογένειας. Η παρακράτηση του μισθού του ανήλικου εργάτη ερμηνευόταν ως πρόνοια εκ μέρους του συγγενούς εργοδότη και η φύλαξη των οικονομιών του εργαζομένου ως υποχρέωση έναντι των γονέων του ανηλίκου. Οι περισσότεροι από τους ανήλικους Κυθήριους μετανάστες αργότερα ίδρυσαν δικές τους μικροεπιχειρήσεις και διακρίθηκαν ως ηγέτες των Ελλήνων και ευεργέτες του νησιού τους. Για παράδειγμα, ο Κυθήριος Νικόλαος Λουράντος, γιος ιεροδιδασκάλου, μετανάστευσε ασυνόδευτος στην Αργεντινή σε ηλικία δώδεκα ετών και διακρίθηκε ως έμπορος και μαικήνας, ενώ χρημάτισε πρόεδρος της Κοινότητας των Ελλήνων του Μπουένος Άιρες και αξιωματούχος πολλών ομογενειακών συλλόγων. Ο Χαράλαμπος Νοταράς μετανάστευσε από τα Κύθηρα, αρχικά στην πόλη Albany της Δυτικής Αυστραλίας στα 1909, χωρίς να φοιτήσει στο δημοτικό σχολείο του χωριού του, σε ηλικία 11 ετών για να εργαστεί στο κάφε ενός συγγενή του. Ύστερα από σκληρή εργασία επτά ετών και αφού στο διάστημα αυτό στήριξε οικονομικά τις τρεις αδελφές και τους γονείς του στα Κύθηρα του επιτράπηκε να μετοικήσει στην αχανή ύπαιθρο της Νέας Νότιας Ουαλίας. Αργότερα ο Χάρης Νοταράς άνοιξε το πρώτο εστιατόριο στην Καμπέρρα το 1927, δύο εβδομάδες πριν γίνουν τα επίσημα εγκαίνα της νέας πρωτεύουσας της Αυστραλίας και αναδείχθηκε δραστήριος ηγέτης του Ελληνισμού της Καμπέρρας. Όντας το μοναδικό εστιατόριο της νέας πρωτεύουσας, την ημέρα μόνον των εγκαινίων της (9 Μαϊου 1927), ο δαιμόνιος Τσιριγώτης πούλησε 4000 γεύματα, κυρίως μπριζόλα με τηγανητά αυγά, σαλάτες και κρεατόπιτες, με αποτέλεσμα να επωνομαστεί «the steak and eggs man from Canberra” (Tamis, 1999).
Το εμπόριο παιδικών εργατικών χειρών (τα παιδιά των φαναριών της προπολεμικής περιόδου) από τα Κύθηρα προκαλούσε την έντονη αντίδραση του ελληνικού τύπου εντός και εκτός της Ελλάδος. Το 1912 η εφημερίδα Νέος Σύνδεσμος του Port Said, πόλης από την οποία διακινούνταν με τα ευρωπαϊκά πλοία εκατοντάδες Ελληνόπουλα ηλικίας 8 έως 15 ετών προς την Αυστραλία, δημοσίευε πύρινα κύρια άρθρα εναντίον της εκμετάλλευσης των παιδιών, χαρακτηρίζοντας τη μετανάστευση των αμούστακων παιδιών ως αιμορραγία του ελληνικού έθνους. Στην περίοδο 1895-1915, που ο πληθυσμός των Κυθήρων είχε ανέλθει με την υπεργεννητικότητα σε 13.000 άτομα, γερμανικά, γαλλικά και ιταλικά ατμόπλοια μετέφεραν ομάδες 30 έως 40 ασυνόδευτων αγοριών για να τα παραδώσουν σε πάτρονες νονούς και συγγενείς τους στην Αυστραλία. Η εφημερίδα Νέος Σύνδεσμος το 1912 έγραφε:
Το σταθερό ρεύμα μετανάστευσης νεαρών αγοριών από το Τσιρίγο, ένα νησί του Ιονίου στη νότια Ελλάδα, συνεχίζεται αμείωτο και πρόσφατα 30 αγόρια, ηλικίας 8 έως 15 ετών τα συγκέντρωσαν εδώ [Port Said] για να τα μεταφέρουν με το πλοίο στην Αυστραλία. Για τα παιδιά αυτά υπάρχει εξασφαλισμένη εργασία, αλλά παρά τα μέτρα που έχουν ληφθεί από την Κοινοπολιτεία της Αυστραλίας, οι πάτρονες των παιδιών παρανομούν, φαινομενικά παρουσιάζονται νομοταγείς αλλά στην ουσία τα εξαναγκάζουν να πειθαρχούν σε απάνθρωπα συμβόλαια εργασίας.
Το οδυνηρό είναι ότι τα αγόρια αυτά, μένοντας στην Αυστραλία για πολύ καιρό, απολλύουν την ελληνική τους συνείδηση και παραμένουν μόνιμα στην Αυστραλία, προς ζημία της Ελλάδος. Η Ελληνική Κυβέρνηση θα πρέπει να λάβει μέτρα να παρεμποδίσει την παράνομη αυτή διακίνηση μικρών αγοριών, καθώς τα τραύματα που υφίσταται η Πολιτεία είναι τεράστια.
Σύμφωνα με τις τελωνειακές υπηρεσίες της Αυστραλίας και το Υπουργείο Εξωτερικών τα παιδιά αυτά κατά την είσοδό τους στη χώρα αρνούνταν την ύπαρξη συμβολαίου και ομολογούσαν ότι θα έμεναν με συγγενείς τους και ότι θα παρακολουθούσαν το δημοτικό σχολείο. Στην πραγματικότητα όμως τα ασυνόδευτα παιδιά ξεμπάρκαραν αποκλειστικά στο Σύδνεϋ και εργοδοτούνταν από συντοπίτες τους σε φρουτάδικα, ψαράδικα και μαγαζιά συσκευασίας στρειδιών. Η παράνομη εισαγωγή μεταναστών δεν διωκόταν με συνέπεια, αν και υπήρξαν περιπτώσεις σύλληψης και φυλάκισης πλοιάρχων και αξιωματικών πλοίων που μετέφεραν ασυνόδευτα παιδιά από τα Κύθηρα, τόσο προς τις ΗΠΑ όσο και προς την Αυστραλία. Τον Νοέμβριο του 1912, το γερμανικό ατμόπλοιο Room κατέπλευσε στο λιμάνι του Σύδνεϋ, μεταφέροντας 13 αγόρια από τα Κύθηρα. Οι αρχές αρχικά έθεσαν τα παιδιά υπό περιορισμό και στη συνέχεια στα κρατητήρια του Τελωνείου, όπου κλήθηκαν ακολούθως οι Κυθήριοι επιχειρηματίες Ν.Α. Κόμηνος και Μ. Αρώνης,προκειμένου να απαντήσουν σε ερωτήσεις που τους έθεταν οι αυστραλιανές υπηρεσίες. Οι Κυθήριοι επιχειρηματίες διευκρίνισαν ότι δεν υπάρχει παράβαση του Νόμου 7 περί Συμβολαίου Μεταναστών (Contract Immigrants Act) και ότι τα αγόρια ήρθαν στην Αυστραλία όχι ως παράνομοι εργάτες, αλλά ως παιδιά φίλων και συγγενών τους από την Ελλάδα για να τα προστατεύσουν. Οι μαζικές αφίξεις ασυνόδευτων αγοριών από τα Κύθηρα δεν αποδεικνύουν παράβαση των νόμων της Αυστραλίας, ωστόσο καταδεικνύουν τη οικογενειακή φύση των αυτοεργοδοτούμενων ελληνικών επιχειρήσεων της εποχής.
Το θετικό της υπόθεσης είναι ότι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι Κυθήριοι δημιούργησαν το, χωρίς προηγούμενο στην παγκόσμια αγορά των επιχειρήσεων, φαινόμενο της εφηβικής διοίκησης. Οι περισσότεροι διευθυντές (αφεντικά) των επιχειρήσεων ήσαν έφηβοι, ενώ, πριν κλείσουν τα είκοσί τους χρόνια, πολλοί ήσαν ιδιοκτήτες καταστημάτων. Αποτελεί επίσης φαινόμενο και η συχνότητα και η διάσταση της εξοικονόμησης κεφαλαίων και ικανού εισοδήματος, προκειμένου στη συνέχεια να επενδύουν σε άλλες επιχειρήσεις. Αρκετοί, ωστόσο, εξαιτίας του νεαρού της ηλικίας, προέβαιναν σε τολμηρά εγχειρήματα και οδηγούνταν σε οικονομική αποτυχία, όπως μαρτυρούν τα κατάστιχα των κρατικών αρχείων πτωχεύσεων.
Κυρίαρχοι στο χώρο της αλιείας και των οστρακοειδών, με δεκάδες δικά τους εστιατόρια στο Σύδνεϋ, τη Βιρσβάνη, το Χόμπαρτ και τις κωμοπόλεις της αχανούς ενδοχώρας της Αυστραλίας, οι Κυθήριοι αναζωπύρωσαν τη στατική οικονομία της περιοχής τους, αναβάθμισαν την ποιότητα της αγοράς, εισήγαγαν για πρώτη φορά το νυκτερινό ωράριο εργασίας (η πρεσβυτεριανή κοινωνία της εποχής με τη δύση του ηλίου αποθάρρυνε κάθε κίνηση) και δημιούργησαν τις προϋποθέσεις μιας περισσότερο κοσμοπολίτικης κοινωνίας. Μέχρι το 1935, είχαν ήδη δημιουργηθεί συμπαγείς παροικίες Κυθηρίων σε όλη την έκταση της ανατολικής Αυστραλίας. Η φθηνή αμοιβή, η έλλειψη μεγάλων κεφαλαίων, η γλωσσική ανεπάρκεια στην Αγγλική, η κοινωνική απομόνωνση και η βαθιά πολιτιστική ετερότητα οδηγούσε τους πρωτοπόρους εποίκους να στραφούν σε μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις, που δεν είχαν υψηλά έξοδα διαχείρισης, αφού εργοδοτούνταν αδέλφια, ξαδέλφια και συγγενείς του ευρύτερου οικογενειακού κύκλου. Η εργοδότηση μελών της ευρύτερης οικογένειας (σόι) και συντοπιτών, για την εξοικονόμηση των απαραίτητων κεφαλαίων προς επένδυση και εμπορική χειραφέτηση, οδήγησε τους Κυθηρίους σε επιδημική έξοδο από το νησί τους. Την άφιξη ενός μέλους στο Σύδνεϋ ή τη Βρισβάνη σύντομα ακολουθούσαν τα αδέλφια, οι συγγενείς και οι συντοπίτες. Τόποι που αιμορραγούσαν πληθυσμιακά, όπως τα Περλεγιάννικα, Λιαλιάνικα, Φρυλιγκιάνικα, Αρωνιάνικα, Μελιτιάνικα έφεραν στην Αυστραλία δυναστείες Κυθηρίων που δέθηκαν με εμπορικούς συνεταιρισμούς, επιγαμίες και συλλογικές εμπορικές πράξεις. (9)
Ο Τσιριγώτης Γρηγόριος Κασσιμάτης, που μετανάστευσε στην Αυστραλία το 1905, εγκαταστάθηκε αρχικά στην Κουηνσλάνδη όπου εμπορεύτηκε φρούτα και λαχανικά και το 1912 εποίκησε το Χόμπαρτ της Τασμανίας. Εκεί σε συνεργασία με τον συντοπίτη του Πέτρο Γαλάνη ίδρυσαν το Britannia Café, το οποίο εξελίχθηκε σε στέκι των Ελλήνων και Αυστραλών. Ο Γρ. Κασσιμάτης ίδρυσε μεγάλη βιομηχανία συσκευασίας αστακών τους οποίους στη συνέχεια εξήγαγε στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας. Το εξαγωγικό εμπόριο απέφερε μεγάλα κέρδη στο δαιμόνιο Τσιριγώτη και στα αδέλφια του Αντώνιο και Βασίλειο, που είχαν μέρισμα στις επιχειρήσεις. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η οικογένεια Κασσιμάτη ενεργοποίησε την Κυβέρνηση της Τασμανίας υπέρ του αγωνιζόμενου ελληνικού λαού, διεξήγαγε εράνους και όρισε ειδική Ημέρα της Ελλάδος, ενώ ο Γρ. Κασσιμάτης ανέλαβε να τροφοδοτεί με γάλα και τυρί δωρεάν όλα τα δημοτικά σχολεία της Τασμανίας και να σιτίζει τους ενδεείς και απόρους Αυστραλούς με ειδικούς πάγκους τροφίμων που είχε τοποθετήσει σε διάφορα σημεία του Χόμπαρτ.
2.0 Πρωτοπορία της κυθηραϊκής εποίκησης στην Αυστραλία και δομές της κοινωνικής οργάνωσης και κοινωνικο-οικονομικής συγκρότησης
Στην αχανή επαρχία της πράσινης ηπείρου του νότου (Terra Australis), τα κάφες των Κυθηρίων αποτέλεσαν ορόσημο για την τοπική οικονομία. Κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, Κυθήριοι έποικοι ανέλαβαν σχεδόν αποκλειστικά τη λειτουργία τους σε όλα σχεδόν τα χωριά και τις κωμοπόλεις της ΝΝΟ, της περιοχής Πρωτευούσης, της Τασμανίας και της Βικτώριας. Οι ιδιοκτήτες τους χρησιμοποιώντας οικογενειακό έμψυχο δυναμικό και φθηνή εργοδότηση, διαμόρφωσαν νέα δεδομένα στην ασθενή και πρωτόγονη επαρχιακή αγορά. Βελτίωσαν την παροχή υπηρεσιών, εισήγαγαν την ελληνική φιλοξενία, ακολούθησαν κοινωνική πολιτική ενισχύοντας ευαγή ιδρύματα της περιοχής τους και έγιναν αντικειμένο αποδοχής, αν και η μισοξενία, εξαιτίας της άγνοιας, ήταν εντονότερη στην επαρχία. Αρκετοί Κυθήριοι μάλιστα κατέλαβαν θέσεις κύρους στις κωμοπόλεις αυτές και κατέστησαν δημοφιλείς. Το μέγεθος της δραστηριότητας των Κυθηρίων στα κάφες ήταν τόσο μεγάλο, ώστε επικράτησε η ρήση μεταξύ των αγγλοκελτών “όταν δύο Έλληνες συναντιούνται ανοίγουν ένα κάφε” [when two Greeks meet, they open up a cafe]. Mόνον μετά το 1950, με την άφιξη εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων από την ταλαιπωρημένη από τους πολέμους και την ερήμωση της ελληνικής υπαίθρου, οι Κυθήριοι της Αυστραλίας εγκατέλειψαν προοδευτικά την επαρχία και συγκεντρώθηκαν στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου παρέχονταν ευνοϊκότερες προϋποθέσεις επαγγελματικής κατοχύρωσης των παιδών τους.
Αριθμητικά ισχυρές εθνοτοπικές πατριές, κυρίως νησιωτών, εγκαταστάθηκαν στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας και κυριάρχησαν στην πολιτική και κοινοτική αρένα, επιβάλλοντας τις αρχές και τα δεδομένα της ιδιαίτερης πατρίδας τους. Για παράδειγμα οι Καστελλορίζιοι στην Πέρθη, οι Ιθακήσιοι στη Μελβούρνη, οι Καλύμνιοι στο Ντάργουιν, οι Κύπριοι στο Home Hill, οι Μακεδόνες στο Shepparton και Werribee, οι Καρπάθιοι στην Καμπέρρα. Το μέγεθος της κυθηραϊκής προπολεμικής εποίκησης επηρέασε βαθύτατα τη δομή της κοινωνικής οργάνωσης και κοινωικο-οικονομικής συγκρότησης των ελληνικών παροικιών της Αυστραλίας, ιδιαίτερα του Σύδνεϋ και της ευρύτερης περιοχής της Νέας Νοτίου Ουαλίας (ΝΝΟ), της πρωτεύουσας Καμπέρρας, της Τασμανίας και της Μελβούρνης. Το συμπαγές της μετανάστευσης και η οικονομική ευρωστία των Κυθηρίων στα πληθυσμιακά μικρά αστικά κέντρα της Καμπέρρας, της κωμόπολης Queanbeyan και του Χόμπαρτ, επηρέασαν βαθύτατα την κοινωνική και οικονομική συγκρότηση της ευρύτερης κοινωνίας και δημιούργησαν εστίες εξάρτησης και συναλλαγής της αυστραλιανής κοινωνίας από τις επιχειρήσεις και τις οργανώσεις των Κυθηρίων, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης.
Οι αδελφοί Αθανάσιος και Ιωάννης Κομνηνός αναμφισβήτητα είναι οι πατέρες της κοινωνικής συγκρότησης του Ελληνισμού της Αυστραλίας, αφού με δική τους πρωτοβουλία και οικονομική στήριξη ιδρύθηκε και λειτούργησε η πρώτη Κοινότητα των Ελλήνων στο Νότιο Ημισφαίριο, η Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα Σύδνεϋ, το 1896. Ο πρώτος ναός των Ελλήνων ανεγέρθηκε εκεί το 1898 με τη σύμπραξη των Ελλήνων, κυρίως Κυθηρίων και των ομοδόξων Συρολιβανέζων και εγκαινιάσθηκε με λαμπρές εκδηλώσεις στις 16 Απριλίου 1899, με την άφιξη εκεί του ιερέα Σεραφείμ Φωκά του κλίματος του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων. (10)
Κυθήριοι έποικοι, έμποροι και επιχειρηματίες, με πρώτoυς τον Παναγιώτη Κοντολέοντα, Χαράλαμπο Νοταρά και Θεόδωρο Νοταρά, που είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή από το 1912, ίδρυσαν το 1947 την Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα της Καμπέρρας. Από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα άρχισε η εξάπλωση των Κυθηρίων σε διάφορα χωριά και κωμοπόλεις της ΝΝΟ και Βικτώριας. (11)
Νεαροί Κυθήριοι άρχισαν να εποικίζουν τη Βρισβάνη από το 1895 και να επανδρώνουν εστιατόρια, ψαράδικα και φρουτάδικα, με πρώτους εποίκους τα μέλη των οικογενειών Καραπάτη, Καρύδη, Φρυλίγκου, Κορώνη, Κόμηνου, Μενέγα, Τσολάκη και Κουκούλη. Ωστόσο η μαζική εγκατάσταση Κυθηρίων ξεκίνησε μετά το 1902, με την εμφάνισή τους στις απέραντες φυτείες ζαχαροκάλαμου στην Άπω Βόρεια Κουησλάνδη. Φαμελίτες των ονομαστών αυτών οικογενειών διασπάρθηκαν, μέχρι το 1920, σε ολόκληρη την Πολιτεία σε έκταση 2500 χιλιομέτρων, και αναδείχθηκαν πρωτοπόροι ιδιοκτήτες ξενοδοχείων (η περίπτωση του Χάρη Κορωναίου στην κωμόπολη Charleville), αγροκτηματίες φυτειών ζαχαροκάλαμου στο Cairns, Houghton, Babinda και Innisfail (η περίπτωση των αδελφών Αθανασίου και Παύλου Κομηνού), μέτοχοι των νηπιακών τότε αερογραμμών Quantas, αλλά κυρίως ιδιοκτήτες κάφε σε 28 κωμοπόλεις και χωριά της αχανούς επαρχίας της Πολιτείας.
Κυθήριοι έμποροι εισαγωγής τροφίμων και εστιάτορες ίδρυσαν το 1913 τον πρώτο ελληνικό συλλογικό φορέα της Κουησλάνδης με την επωνυμία Queensland Hellenic Association (Ελληνικός Σύνδεσμος Κουησλάνδης). Η οικονομική ευρωστία των Τσιριγωτών και η εμφάνιση των πρώτων οικογενειών γέννησε την ανάγκη λειτουργίας της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Βρισβάνης, η οποία άρχισε να γράφει μέλη από το Μάρτιο του 1928, όταν ο αριθμός των Ελλήνων δεν ξεπερνούσε τους 1200. Tην επόμενη χρονιά τελέστηκαν τα θυρανοίξια του ναού του Αγίου Γεωργίου, παρόντος του επί τιμή Προξένου της Ελλάδος, Αλέξανδρου Φρυλίγκου, με πρώτο εφημέριο τον Νίκωνα Πατρινάκο. Δεκάδες Κυθήριοι είχαν εγκατασταθεί και αρκετοί είχαν γίνει ιδιοκτήτες φυτειών ζαχαροκάλαμου στη βόρεια Κουησλάνδη, ανάμεσά τους και οι Γεώργιος Μαρσέλος και Σταύρος Αρώνης, οι οποίοι πρωτοστάτησαν στην ίδρυση της Ελληνικής Αδελφότητας Βορείας Κουυησλάνδης το 1925 και στη λειτουργία του Ορθόδοξου Ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην κωμόπολη Innisfail.
Η εποίκηση των Ελλήνων στην Τασμανία ξεκίνησε στα 1901 με φερέοικους μετανάστες από τα Ιόνια νησιά, κυρίως τα Κύθηρα. Στα 1911, ο Παναγιώτης Γαλάνης και Γρηγόριος Κασσιμάτης, που μόλις συμπλήρωσαν τα 20 χρόνια τους, αγόρασαν την πρώτη ελληνική επιχείρηση του νησιού, αρχικά ψαράδικο και στη συνέχεια ψαράδικο και ψαροταχυφαγείο. Αμφότεροι από τα 15 τους χρόνια διεύθυναν παρόμοιες επιχειρήσεις στο Σύδνεϋ κια στην Κουησλάνδη. Τα επαγγέλματα αυτά δεν απαιτούσαν μεγάλα κεφάλαια, ιδιαίτερη γνώση της Αγγλικής και εξάρτηση από τη μείζονα κοινωνία αφού ήσαν οικογενειακές επιχειρήσεις. Σύντομα το ψαράδικο εξελίχτηκε στο δυώροφο Briatannia Café το οποίο αποτέλεσε για 100 χρόνια το κοινωνικό ορόσημο της τασμανιανής κοινωνίας, συγκεντρώνοντας προσωπικότητες του πολιτικού και καλλιτεχνικού κόσμου. Ουσιαστική υπήρξε η προσφορά των πρώτων Κυθήριων εποίκων στην οικονομία των πόλεων Hobart και Launcheston, ιδιαίτερα των οικογενειών Φλάσκα, Τσιτσιλίου και Λεκατσά. Ο Γρηγόριος Κασσιμάτης ανακηρύχτηκε ιδρυτής και ευεργέτης της Ελληνικής Κοινότητας του Χόμπαρτ της Τασμανίας, όταν το 1950 χάρισε μεγάλο ακίνητο και ανέγειρε το ναό του Αγίου Γεωργίου και το πρεσβυτέριο, καθώς και ευεργέτης του αυστραλιανού λαού αλλά και της ιδιαίτερης πατρίδας του, όπου έκτισε νοσοκομείο και γηροκομείο.
Καθυστερημένη σχετικά υπήρξε η εθνοτοπική οργάνωση των Κυθηρίων, κυρίως επειδή οι πρωτοπόροι ηγέτες τους πρωταγωνίστησαν στην ίδρυση πανελλήνιων σωματείων και κοινοτήτων. Έτσι ενώ οι Καστελλορίζιοι οργανώθηκαν σε Αδελφότητα το 1912 και οι Ιθακήσιοι το 1916, η πρώτη συλλογική παρουσία των Κυθηρίων της Αυστραλίας ξεκίνησε στο Σύδνεϋ με την Κυθηραϊκή Αδελφότητα Αυστραλίας «Τα Κύθηρα» (Kytheran Brotherhood of Australia, Kythera) (14 Μαϊου1922). Στην ιδρυτική σύνοδο, τα ελάχιστα, συγκριτικά, μέλη που συμμετείχαν, εξέλεξαν ως ιδρυτικό πρόεδρο τον επιχειρηματία Κοσμά Κασσιμάτη. Ωστόσο, διστακτικοί και δίβουλοι παρέμειναν οι Κυθήριοι απέναντι στην τοπικιστική ιδεολογία. Στη συντριπτική πλειοψηφία τους ήσαν ανέντακτοι και ανταποκρίνονταν απρόθυμα σε εκκλήσεις των ηγετών τους να στηρίξουν οικονομικά και ηθικά το σωματείο. Οι Κυθήριοι άλλωστε είχαν ιδρύσει την Ελληνική Κοινότητα του Σύδνεϋ και τον πρώτο Ορθόδοξο Ναό της Αυστραλίας, ήσαν μέλη της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας της ΝΝΟ, φανατισμένοι υπέρμαχοι του κοινοτικού θεσμού και είχαν εμπλακεί σε ενδοκοινοτικές διενέξεις εξαιτίας του εκκλησιαστικού προβλήματος με το Μητροπολίτη. Η Αδελφότητα δεν γνώρισε την αποδοχή της πολυάριθμης βάσης των Κυθηρίων και σύντομα αντιμετώπισε σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Τα βασικά προγράμματα της φιλανθρωπίας και της αλληλεγύης δεν είχαν ικανούς πόρους για να εμπεδωθούν, ενώ ήδη τον Ιούλιο του 1940 η εφημερίδα Εθνικό Βήμα του Σύδνεϋ προέβαινε στο θλιβερό απολογισμό «ένα σωματείον με χρήματα, αλλά χωρίς μέλη». (Αλλοίμονος, 2002).
Παρά την έντονη κοινωνική δραστηριοποίηση των Κυθηρίων της Βρισβάνης, μόλις τον Οκτώβριο του 1934 συστάθηκε από 48 ιδρυτικά μέλη η Κυθηραϊκή Αδελφότητα Κουησλάνδης (Kytheran Association of Queensland) με πρώτο πρόεδρο τον Κ. Αντωνάρα και με κύριο στόχο «την βοήθειαν και περίθλαψιν παντός απόρου Κυθηρίου, ως και την παροχήν ενισχύσεως και βοηθείας υπέρ οιουδήποτε εθνικού ή κοινοτικού σκοπού της ιδιαιτέρας αυτών πατρίδος». (12)
Οι Κυθήριοι της Καμπέρρας, ενώ αποτέλεσαν το κυριότερο έμψυχο δυναμικό του Ελληνισμού της περιοχής από την άποψη της κοινωνικής και οικονομικής ανέλιξης της ευρύτερης περιοχής, δεν οργανώθηκαν σε σώμα παρά μόνον τον Ιούλιο του 1985. Η ιδρυτική σύναξη των Κυθηρίων έγινε στην οικία του ζεύγους Νικολάου και Πόπης Μανωλιού, στους οποίους άλλωστε ανήκε και η έμπνευση της ίδρυσης συλλογικού σώματος και μια εβδομάδα αργότερα εκλέχθηκε Διοικητικό Συμβούλιο αναδεικνύοντας τον Χρήστο Λουράντο ως πρώτο Πρόεδρο. Ακολούθησαν οι προεδρίες του Βίνς Καλοκαιρινού και του Χάρη Λογοθέτη. Ο συλλογικός φορέας των Τσιριγωτών της Καμπέρρας ενίσχυσε τους αγώνες του Ελληνισμού της Αυστραλίας σε θέματα εθνικά, στήριξε θύματα φυσικών συμφορών της Ελλάδας, υποστήριξε ευαγή ιδρύματα των Κυθήρων, κυρίως το Γηροκομείο και Νοσοκομείο Ποτόμου, και διατήρησε τις τοπικές παραδόσεις του νησιού με ευλάβεια. Με κατάνυξη εορταζόταν η Ημέρα της Μυρτιδιώτισσας σε ολόκληρη τη χώρα και τιμούνταν τα πατροπαράδοτα τοπικά έθιμα.
3.0 Kαθοριστική υπήρξε η οπολιτιστική προσφορά και το λειτουργικό επίπεδο των σχέσεων που ανέπτυξαν οι Κυθήριοι με τις άλλες πατριές των Ελλήνων και το νησί τους.
Οι Κυθήριοι της Αυστραλίας ποδηγέτησαν τον Ελληνισμό στη Βρισβάνη, Σύδνεϋ, Καμπέρρα και Χόμπαρτ, όπου διακρίθηκαν ως ευεργέτες, κοινοτάρχες, προξενικοί αντιπρόσωποι της Ελλάδος, βουλευτές, επιχειρηματίες και έμποροι. Από τις τάξεις τους αναδύθηκαν πέντε διαπρεπείς επί τιμή πρόξενοι της Ελλάδος, όλα σχεδόν τα προεδρεία των Κοινοτήτων της Βρισβάνης και του Σύδνεϋ μέχρι και τις παραμονές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ευεργέτες των γραμμάτων και των τεχνών, θεατρώνηδες, λογοτέχνες και ιδρυτές μεγάλων αθλητικών σωματείων της Ομογένειας.
Ιδιαίτερη επίδοση είχαν οι Τσιριγώτες στην αθλητική κίνηση των ελληνικών παροικιών της Αυστραλίας. Από το 1869, όταν Έλληνες νησιώτες μεταλλωρύχοι ίδρυσαν στην περιοχή του Μπαλαράτ της Βικτώριας την ελληνική ομάδα κωπηλασίας «Λεβεντιά» μέχρι το 1928, που ο Κυθήριος Ανδρέας Κόμηνος με τον Ιθακήσιο Ιωάννη Σαβιτσιάνο ίδρυσαν στη Μελβούρνη ομάδα κλασσικού αθλητισμού, δεκάδες διακρίθηκαν σε ατομικά και ομαδικά αθλήματα. Ιδιαίτερη επίδοση σημείωσαν στην ελληνορωμαϊκή πάλη, το κρίκετ και τον κλασσικό αθλητισμό. Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου δεκάδες παιδιών από τις πατριές των Ιθακησίων, Καστελλοριζίων, Κυθηρίων, Σαμίων και Μακεδόνων συναγωνίζονταν κατά τη διάρκεια πανελλήνιων εκδρομών, συγκεντρώνοντας εκατοντάδες θεατών. Ο Θεόδωρος Μινούχος (Theo Roney), που μετανάστευσε από τα Κύθηρα το 1900, πήρε μέρος στους αγώνες πάλης της ΝΝΟ (1908) και κέρδισε το δεύτερο βραβείο, ενώ το 1912, ο μαραθωνοδρόμος Ιωάννης Γερακίτης (Jack Lewis) αντιπροσώπευσε την Αυστραλία στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Στοκχόλμης. Επίγονοι Κυθηρίων μεταναστών, ξεχώρισαν για τις επιδόσεις τους στη σκοποβολή (ο Κοσμάς Αρώνης κέρδισε δεκάδες μετάλλια από το 1972-1992), στην ιστιοπλοϊα (ο Βασίλειος Ψάλτης και οι γιοι του Αθανάσιος και Edward κέρδισαν διεθνείς αγώνες ιστιοπλοίας από το 1954-2000 και ο Charles Freeleagus στην Κουησλάνδη από το 1936-1960), στο ποδόσφαιρο (ο Γιώργος Ζαντιώτης αγωνίστηκε με την Εθνική Ελλάδος ως τερματοφύλακας πριν μεταναστεύσει στην Αυστραλία το 1947 και ιδρύσει τον Πανελλήνιο), και στην πάλη (ο Γιώργος Σάμιος κέρδισε όλους τους τίτλους της κατηγορίας του από το 1938 έως το 1957). Πιο πρόσφατα διακρίθηκαν σε παγκόσμια πρωταθλήματα, αγωνιζόμενοι με τα εθνικά χρώματα της Αυστραλίας, όπως για παράδειγμα η Νίκη Ανδρόνικου στο πένταθλο και τρίαθλο και ο Φίλιππος Ταχμιτζής στο Long Track Speed Skating.
Κυθήριοι έποικοι πρωταγωνίστησαν στην ίδρυση θεατρικών θιάσων, μουσικών ομίλων, πολιτιστικών μορφωμάτων και αθλητικών ομάδων στην περιοχή της ΝΝΟ και την περιοχή της Πρωτεύουσας. Οι Τομ Σάμιος, Τζακ Κασσιμάτης, Μανόλης Νοταράς με άλλους συντοπίτες του ίδρυσαν και στήριξαν οικονομικά στην Καμπέρρα το Ελληνο-Αυστραλιανό Αθλητικό Σωματείο Ολυμπιακός τον Οκτώβριο του 1955, το οποίο στα 45 χρόνια της λειτουργίας του, μέχρι το 2000, αποτέλεσε κέντρο κοινωνικής συνοχής, αναψυχής και αθλητισμού, ενεργοποιώντας τις δυνάμεις του Ελληνισμού της πρωτεύουσας, ιδιαίτερα της νεολαίας.
Στην Αργεντινή είχαν εγκατασταθεί από τις αρχές του 20ου αιώνα ορισμένοι Κυθήριοι έποικοι, προερχόμενοι από την Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια και Σμύρνη, οι οποίοι στράφηκαν στη λογοτεχνία και πρόβαλαν με ποιήματα και άρθρα τα εθνικά θέματα του Ελληνισμού. Στο χώρο των γραμμάτων διακρίθηκε ο Κυθήριος Ξενοφών Λουράντος στο Μπουένος Άιρες, ως τραπεζίτης και συγγραφέας. Εξέδωσε στην Ισπανική (1936) το βιβλίο Hellas ως χρηστικό εγχειρίδιο “δια την γνωριμίαν της Ελλάδος και του πολιτισμού αυτής» και στη συνέχεια (1944) συνέγραψε ένα άλλο βιβλίο για τη ζωή του Περικλέους.
Ο Κυθήριος επιχειρηματίας Sir Νικόλαος Λουράντος αναδείχθηκε μαικήνας του Ελληνισμού του Σύδνεϋ προικίζοντας το τοπικό Πανεπιστήμιο με δωρεά ύψους $1.140.000 προκειμένου να εισαχθεί η διδασκαλία της Ελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας. Το 1968, ο Τσιριγώτης ευεργέτης άσκησε συστηματική πίεση για την ίδρυση Τμήματος Ελληνικών Σπουδών, και δύο χρόνια αργότερα, με το συμπατριώτη του Δημήτριο Βαρβαρέσσο, έπεισαν τον Ελληνιστή Πρόεδρο του Τμήματος Κλασσικών Σπουδών, Καθηγητή A. P. Treweek να λειτουργήσει η Nicholas Lourandos Chair of Modern Greek με ιδρυτικό Πρόεδρό της τον Καθηγητή Michael Jeffreys.
Μεγάλος αριθμός Κυθηρίων διακρίθηκε στα γράμματα και στις τέχνες αποσπώντας εύσημα και διακρίσεις από τις Κυβερνήσεις της Ελλάδος, της Βρετανίας και της Αυστραλίας. Ορισμένοι ξεχώρισαν για τις επιδόσεις τους στις επιστήμες και στη βιομηχανία, άλλοι ως ιδρυτές μεγάλων εμπορικών οίκων, άλλοι ως δημοσιογράφοι και κοινοτάρχες των Ελλήνων, άλλοι ως επί τιμή οπρόξενοι της Ελλάδος και βουλευτές. O Sir John Comino, αυστραλογεννημένος γιος του Ιωάννη Κομηνού και εγγονός του πρώτου Ορθόδοξου Έλληνα ιερέα του Σύδνεϋ, Σεραφείμ Φωκά, σπούδασε μηχανολογία στο Λονδίνο και το 1922 ίδρυσε τη βιομηχανία ατσαλιού Dexion-Comino International, με αποτέλεσμα να αναγορευτεί ιππότης της βρετανικού θρόνου και να τιμηθεί με εύσημα. Στον ευεργέτη της Ομογένειας Sir Νικόλαο Λουράντο απονεμήθηκε τίτλος ευγενείας από τη βρετανική κυβέρνηση για την προσφορά του στα γράμματα και στα ευαγή ιδρύματα της χώρας, ενώ ο Ιωάννης Κομηνός, αδελφός του πρωτοπόρου Κυθήριου της Αυστραλίας, Αθανασίου Κομηνού, επειδή ενθάρρυνε τη μετανάστευση χιλιάδων Κυθηρίων στην Αυστραλία, τα μέλη της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας του Σύδνεϋ τον ανακήρυξαν ισόβιο Επίτιμο Πρόεδρό τους. Ο Παναγιώτης Φρυλίγκος αναδείχθηκε διάσημος δημοσιογράφος και εκδότης ειδικών ένθετων για το Πρωτάθλημα Ράγκμπυ (1962-2004)
Ο Χρήστος Φρυλίγκος, γιος ελαιοπαραγωγού και ιδιοκτήτη ανεμόμυλου, μετανάστευσε στην Αυστραλία σε ηλικία 13 ετών το 1901 με τον μεγαλύτερο αδελφό του Παναγιώτη και αναδείχθηκε πρώτος επί τιμή πρόξενος της Ελλάδος στην Κουησλάνδη. Ο Χρήστος Φρυλίγκος γράφτηκε στο Γυμνάσιο Fort Street High School , προς μεγάλη έκπληξη των συμμαθητών του που τον περικύκλωναν για να τον περιεργαστούν από περιέργεια, ενώ ο αδελφός του εργάσθηκε στα οστρακοπωλεία της Βρισβάνης, που διατηρούσαν Τσιριγώτες επιχειρηματίες, ανοίγοντας στρείδια. Το 1903, τα δύο αδέλφια άνοιξαν το Paris Café και στη συνέχεια έφεραν στη Βρισβάνη τα υπόλοιπα οκτώ αδέλφια τους.